To «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» έχει αναθρέψει γενιές entitled καταναλωτών αλλά και υποτελών εργαζομένον που εσωτερικεύοντας τη λαική αυτή σοφία αντλούν την αξία τους από την ικανότητά τους να είναι πειθήνιοι, προσηνείς και εν τέλει δουλοπρεπείς μπροστά σε όλες τις εξωφρενικές απαιτήσεις των πελατών και των μανατζαραίων τους. Το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» δεν είναι παρά η επιβολή των αξιών της Αγοράς που μετατρέπει τις σχέσεις των ανθρώπων σε συναλλαγές και επιβάλλει το δίκαιο του κεφαλαίου.
Καλό είναι όμως ως φεμινίστριες να θυμόμαστε επιπλέον πως η αξίωση οι εργαζόμενοι στον τομέα τον υπηρεσιών να επιτελούν ένα ρόλο με τρόπο που θα μας κάνει να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας (πχ να χαμογελάνε πλατιά, να ακούνε τις προσωπικές μας ιστορίες με ενδιαφέρον, να μας μιλάνε στον πληθυντικό, να τηρούν όλους τους κανόνες της αστικής ευγένειας, να παραμένουν όρθιοι ως σημάδι ετοιμοτητας) ήταν και ο αρχικός ορισμός του όρου της συναισθηματικής εργασίας που χρησιμοποιήθηκε και από τις φεμινίστριες. Συγκεκριμένα η Hochschild όρισε την συναισθηματική εργασία ως «τη διαχείριση του συναισθήματος ώστε να δημιουργηθεί μία δημόσια παρουσίαση του προσώπου και του σώματος», εφιστώντας την προσοχή στον τρόπο που οι άνθρωποι διαχειρίζονται τα ίδια τους τα συναισθήματα με σκοπό να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση σε έναν άλλο πρόσωπο.
Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα τη αεροσυνοδού (κι ας θυμηθούμε εδώ το motto μεγάλης αεροπορικής εταιρίας «Πετάμε με Χαμόγελο»), η Hochschild στο βιβλίο της «The Managed Heart» δείχνει πως η συναισθηματική εργασία έχει συνήθως έμφυλο πρόσημο αντανακλώντας την υπορρητη αντίληψη ότι οι γυναίκες είναι καλύτερες στην παροχή αυτού του είδους εργασία της οποίας η πιο συχνή μορφή περιλαμβάνει την καλλιέργεια στους αλλους αισθημάτων ευεξίας και επιβεβαίωσης. Κάνοντας παραλληλισμους με την έννοια της αλλοτρίωσης όπως περιγράφηκε από τον Μαρξ και αυτή της γνωστικής ασυμφωνίας, η Hochschild υποδηλώνει ότι η επιτέλεση της συναισθηματικής εργασίας απειλεί να προκαλέσει αυτό που αποκαλεί «συναισθηματική ασυμφωνία». Εργαζόμενοι που αναμένεται να επιδείξουν συναισθήματα ανεξάρτητα από το αν αυτά ταιριάζουν με αυτά που νιωθουν μπορει να αναπτύξουν μια αίσθηση δυσφορίας και αποξένωσης από τον εαυτό τους.
Δεν σημαίνει βέβαια τίποτα από τα παραπάνω ότι θα πρέπει να ανεχόμαστε αγενείς και επιθετικές συμπεριφορές, αλλά ας αντιληφθούμε καταρχάς ότι η σχέση πελάτη προς εργαζόμενο είναι σχέση εξουσίας, ότι έχει ταξικό πρόσημαι και ας δείχνουμε λίγη κατανόηση προς όλους αυτούς τους κακοπληρωμένους υπαλληλους και εργάτες που μπορεί να έχουν μια κακή μερα, να είναι αφηρημένο, να μην είναι όσο φιλικοί και προσηλωμένοι απαιτουμε. Πανω απ’όλα όμως ας βάλουμε τον ναρκισσισμό που μας καλλιεργεί η αγορά στην άκρη και ας αποδεχτούμε ότι δε θα έπρεπε να είναι δουλειά τους να μας κάνουν να νιώθουμε σημαντικοί επειδή ξοδέψαμε μερικά ευρώ.
Η εμμονή της κουλτούρας μας με τις κριτικές, τα reviews και τις βαθμολογήσεις προιόντων και υπηρεσιών πηγάζει από το γεγονός ότι η μόνη ισχύς που μας αναγνωρίζει ο καπιταλισμός ειναι αυτή του καταναλωτή και όχι του εργαζόμενου. Εξοργιζόμαστε με μια παραγγελία που πήγε λάθος, μια παράδοση που άργησε, ένα ελαττωματικό προιόν συχνά περισσότερο από ό,τι με το πολιτικό μας σύστημα γιατί έχουμε μάθει ότι δικαιούμαστε πράγματα μόνο όταν τα πληρώνουμε και επειδή αυτή είναι η λιγοστή εξουσιά που μας επιτρέπει ο καπιταλισμός: αυτή του πελάτη. Και την εξασκούμε όσο πάει σε μια απελπισμένη προσπάθεια ψευδαίσθησης ελέγχου πάνω στις ζωές μας.
Έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν αφήνει έξω ούτε το αντι-καπιταλιστικό υποκειμενο. Βιαζόμαστε να μπουκοτάρουμε μαγαζιά και εταιρίες με το που πάρει δημοσιότητα μια συγκεκριμένη συμπεριφορά τους -μια παραβίαση των εργατικών δικαιωματων, μια ρατσιστική συμπεριφορά υπαλλήλου, μια μισογυνική διαφήμιση. Σπεύδουμε να δυσφημίσουμε εκείνη ή την άλλη αλυσίδια σουπερ μάρκετ ξεχνώντας όλες τις προηγούμενες που μπουκοτάρουμε γιατί τότε θα έρθουμε αντιμέτωπες με το γεγονός ότι δεν υπάρχει ηθική κατανάλωση στον καπιταλισμό και ότι αν όλες οι εταιρίες επιδείξουν την ίδια σκατένια συμπεριφορά, τότε τι επιλογή μας μένει πέρα από το να ρίξουμε τον ίδιο τον καπιταλισμό? Καλύτερα να τον βαθμολογήσουμε με 1 αστεράκι.
Η επίθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εγκύων και η πορεία της υπόθεσης της Γεωργίας, ίσως ρίξει περισσότερο φως για ός@ αρνούνται να καταλάβουν γιατί ο φεμινισμός χωρίς αγώνα αντικρατικό και αντικαπιταλιστικό είναι ανώφελος. Το θέμα δεν είναι αν το Κράτος θα επιτρέπει ή θα απαγορεύει τις εκτρώσεις, το θέμα είναι ότι δε θα έπρεπε να έχει λόγο. Οι συσχετισμοί των δυνάμεων και οι ανάγκες του καπιταλισμού μπορεί να αλλάζουν από καιρό σε καιρό, ας μην επαναπαυόμαστε λοιπόν όταν το κράτος μεγαλόψυχα αποφασίζει να μας επιτρέψει τις εκτρώσεις. Κι ας μην επαναπαυόμαστε ουτε με την δήθεν επιτυχία του #Metoo όταν αυτό σκοντάφτει πάνω στη δύναμη του κεφαλαίου και την ισχύ μεγαλοεπιχειρηματιών και αρκείται σε μερικές συμβολικές θυσίες επιφανών αντρών.
Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε από το Kράτος με τον φεμινισμό εντός του καπιταλισμού είναι καμία άδεια περιόδου -κάτι που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό όταν πέρασε πριν λίγες βδομάδες στην Ισπανία. Επειδή εγώ είμαι λίγο καχύποπτη όμως δεν το βλέπω σαν φεμινιστική νίκη αλλά σαν κάτι που παραχωρεί ο καπιταλισμός ίσα ίσα για να γίνουμε πιο αποδοτικές και παραγωγικές εργαζόμενες για να υπηρετήσουμε καλύτερα τις ανάγκες του. Θα έπρεπε άλλωστε να ήταν γνωστό από τις αναρρωτικές άδειες που δικαιούμαστε έτσι κι αλλιώς πως ακόμα κι αυτές επαφίενται στην μεγαλοψυχία του εργοδότη μας και ότι κανένας ποτέ δεν πρόκοψε στην ιεραρχία παίρνοντας όλες τις άδεις που δικαιούται αφού ο χώρος εργασίας είναι ένα θέατρο όπου συνεχώς πρέπει να πλειοδοτούμε με τον χρόνο μας ακόμα και μετά το πέρασμα του 8ώρου.
Αλήθεια, προχθές η κυβέρνηση πέρασε νέα αναθεώρηση του ποινικού κώδικα όπου μαζί με την διεύρυνση του αντιτρομοκρατικού νόμου ώστε να ποινικοποιείται… ακόμα και η σκέψη πέταξε και ένα άρθρο σχετικό με το revenge porn. Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά που η κυβέρνηση πετάει για ξεκάρφωμα ένα τυράκι στις φεμινίστριες μαζί με τους πιο δυστοπικούς του νομους -κάτι τέτοιο δεν έκανε και με το νόμο Χατζηδάκη όπου πέρασε μαζί και κάτι σχετικό με την σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας? Το καλό μας το κράτος θα μας προστατέψει τάχα από την διαρροή προσωπικών φωτογραφιών -αν φυσικά έχουμε αρκετό κουράγιο και χρήματα να το κυνηγήσουμε με κίνδυνο να ξεφτιλιστούμε και να εξοντωθούμε οικονομικά- αλλά θα μας τιμωρήσει αν υποστηρίξουμε την κατάλυση του κάπως εριστικά. Ωραίο το κολπάκι για να κλείνει τα στόματα – Αν έχεις αντίρρηση στους νομους του ΜΗΠΩΣ ΑΠΛΑ ΜΙΣΕΙΣ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ?
Τα κόκαλα που πετάει το Κράτος στις φεμινίστριες αναζητώντας νέες συμμάχους του καπιταλισμού δεν θα έπρεπε να επαρκούν. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να λειτουργούν ως cautionary tale για όσες πίστεψαν ποτέ ότι η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος μπορεί να πετύχει την απελευθέρωση μας εντός του καπιταλισμού.
Θυμάστε στο σχολείο που ο μαθητής με τον καλύτερο μέσο όρο γινόταν απουσιολόγος και έπρεπε να παίρνει τα κλειδιά και το απουσιολογιο, να ανοίγει την τάξη και κάθε ώρα να παίρνει απουσίες? Ναι, what the fuck was that about? Το λέω ως κάποια που ήταν απουσιολόγος σε όλο το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Η αίσθησή μου πλέον είναι ο ρόλος του απουσιολόγου αποτελεί μια από νωρίς εξοικείωση με τις ιεραρχίες και την επίβλεψη του καπιταλισμου. Η επίβλεψη και καταγραφή των απόντων δημιουργεί ένα φουκωικό πανοπτικό όπου οι μαθητές παρουσιάζονται για να μην πάρουν απουσία. Το ότι η πράξη αυτή καταγραφής γίνεται από τους ίδιους τους μαθητές και μάλιστα ως «επιβράβευση» για τις καλές τους επιδόσεις, λες και θέλει τρομερές ικανότητες στην έκθεση ή τα μαθηματικά για να συμπληρώσεις την ημερομηνία ή τα στοιχεία των μαθητών, είναι ένα κόλπο που δημιουργεί ιεραρχίες και διασπά τους μαθητές σε «καλούς» και «κακούς», κάνοντας ευθύνη των πρώτων να συνετίζουν και να επιβλέπουν τους δεύτερους στο όνομα της νομιμοφροσύνης και της αξιοκρατίας. Η «αριστεία» έτσι συνδέεται αναπόφευκτα με μία αίσθηση εξουσίας πάνω στους άλλους -με τον ίδιο τρόπο που ο ρόλος του σημαιοφορου συνδέει την «αριστεία» με τον εθνικισμό.
Το έργο του απουσιολόγου είναι παρόμοιο με αυτόν του προϊσταμένου, του αρχιεργάτη ή τέλοσπάντων αυτού που ενώ προέρχεται από τις τάξεις των εργατών/εργαζόμενων επιβραβεύεται ηθικά -συνήθως ούτε καν οικονομικά- για να επιβλέπει τους υπόλοιπους. Δεν λέω ότι ο απουσιολόγος είναι ακριβώς ρουφιάνος, δεν είναι αυτός που εθελοντικά θα τα κάνει πλακάκια με το αφεντικό πληροφορώντας τον ποιος άργησε το πρωί ή ποιος έκανε ένα λίγο μεγαλύτερο διάλειμμα. Ο ρόλος του αποσοσιολόγου είναι περισσότερο ποσοτικοποιησμένος και τυποποιημένος, στηρίζεται σε αυτή τη διαρκή καταμέτρηση και ποσοτικοποίηση καθώς και την συνεχή επίβλεψη και πειθαρχία που διακρίνει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης.
«Μα δε θα πρέπει να περνούν τις τάξεις άτομα που έχουν χάσει πολλά μαθήματα, οι απουσίες έιναι ένα αναγκαίο κακό» θα μου πείτε. Debatable, καθώς εγώ σε κάποια τάξη όντως ξεπέρασα το όρια και δεν είχε καμία επίπτωση στις επιδόσεις μου, αλλά το θέμα είναι γιατί θα πρέπει την εργασία αυτή να την επιτελεί η καλύτερη μαθήτρια και όχι πχ ο ίδιος ο καθηγητής ή εκ περιτροπής όλοι οι μαθητές? Είναι ακριβώς γιατί αυτός που την διεκπεραιώνει θα πρέπει να μάθει να διακατέχεται από μια αίσθηση υπεροχής αλλά και καθήκοντος. Γιατί πρέπει οι μαθητές να μάθουν ότι διαχωρίζονται μεταξύ τους ακριβώς όπως αύριο μεθαύριο στον χώρο εργασίας θα μάθουν ότι η κατ’ονομα προαγωγούλα μέσα από έναν διαφορετικό τίτλο που συνοδεύεται από μια πενιχρή ή και ανύπαρκτη αυξησούλα τους καθιστά ιεραρχικά ανώτερους και άρα υπεύθυνους για τους υφισταμένους τους -ή, όπως το λέει και Το Σφάλμα «Σκύβεις για γαμημένες τρεις κι εξήντα Μπας και γίνεις προϊστάμενος για τρεις και εβδομήντα». Είναι λίγο ειρωνικό πάντως που στην περίπτωση του αποσιολογου η μοναδική επιβράβευσή σου είναι απλά περισσότερα καθήκοντα εις βάρος του δικού σου χρόνου, σαν η ικανοποίηση να είναι κατά βάση ηθική.
Δεν εννοώ φυσικά ότι οι απουσιολόγοι είναι κακοί άνθρωποι. Ο καπιταλισμός και η νεωτερικότητα άλλωστε δεν στηρίζοντι στην κακία και την μνησιακία αλλά σε τέτοιους άχαρους γραφειοκρατικούς ρόλους. Δεν ειναι τυχαίο όμως που στο γραφείο αποκαλούμε ειρωνικά «απουσιολόγο» την συνάδελφο εκείνη που έρχεται πρώτη, φεύγει τελευταία και πάντα παρατηρεί δήθεν αθώα όταν κάποιο αργήσει λίγο παραπάνω.
Τελευταία σοκάρομαι από τις αντιδράσεις όσων σοκάρονται κάθε φορά που λέω ότι δε θέλω να δουλεύω. Κάνουν σχεδόν σαν να τους προσβάλλω προσωπικά, σαν να θίγω ένα θέμα ταμπού, σαν και μόνο που ξεστομίζω τέτοιες λέξεις να ρισκάρω την επίκληση κάποιων σκοτεινών δυνάμεων. Όχι, όχι μου λένε καθησυχαστικά, δεν μισείς να δουλεύεις, μισείς τη δουλειά σου. Ίσως αν αλλάξεις επάγγελμα, εταιρία, οργανισμό, τμήμα, κλάδο, χώρα, ήπειρο να βρεις αυτό που σου ταιριάζει. Και τότε θα σου αρέσει να δουλεύεις.
Μα η δουλειά μου είναι μια χαρά, από τις καλύτερες που θα μπορούσα να βρω. Απλά μισώ να δουλεύω, επιμένω. Εκεί είναι συνήθως που με κοιτάνε με καχυποψία και κάνουν την ερώτηση ματ «και τι θα ήθελες δηλαδή, να κάθεσαι όλη μέρα?!». Κοιτάξτε, δε θα σας το κρύψω. ΝΑΙ! θα ήθελα πάρα πολύ να κάθομαι όλη μέρα -αν το «κάθομαι» σημαίνει ότι ξεκουράζομαι, κοιμάμαι τις απαραίτητες ώρες, περνάω χρόνο με τις φίλες μου και ός@ς αγαπώ, διαβάζω, γράφω, κοινωνικοποιούμαι, πολιτικοποιούμαι. Και λυπάμα όσους μου κάνουν αυτή την ερώτηση που δεν έχουν καλύτερα πάγματα στη ζωή τους να κανουν.
Τίποτα από αυτά δεν τους συγκινεί όμως. Η δουλειά γι αυτούς είναι κάτι καλό, κάτι που σε ολοκληρώνει, κάτι που σε καταξιώνει, κάτι που πρέπει να κάνεις για το κοινό καλό και όποιος δεν αγαπά τη δουλειά είναι ηθικά ύποπτος. Η οκνηρία άλλωστε συγκαταλέγεται στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα το οποίο ομολογώ αποτελεί τεραστία νίκη του λόμπυ των αφεντικών τα οποία συνήθως είναι και αυτοί που δουλεύουν λιγότερο από όλους καθώς έχουν άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό τους.
Η δουλειά στον καπιταλισμό θεωρείται ως κάτι εγγενώς καλό ή στην χειρότερη ως αναγκαίο κακό προς την επίτευξη της συλλογικής ευημερίας. Η ειρωνεία είναι πως μεγάλο ποσοστό των θέσεων εργασίας δεν έχουν καμία σχέση με το κοινό καλό αλλά απλά με τα κέρδη των εταιριών, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό γιατι το μερίδιο της αγοράς και με την συντήρηση του συστήματος. Πολλές θέσεις είναι αυτό που ο Graeber αποκαλεί «bullshit jobs», δηλαδή αχρείαστες δουλειές χωρίς κανένα απολύτως ουσιαστικό νόημα που μοιάζουν επινοημένες μόνο και μόνο για να μας κρατάνε απασχολημένες. Αλλά για κάποιο λόγο θεωρείται καλύτερο για την κοινωνία να έχεις μια από αυτές τις ηλίθιες δουλειές από το να μην έχεις καθόλου.
Είναι θλιβερό να βλέπεις όμως ακόμα και αντικαπιταλιστές να προσυπογραφουν την εργασιακή ηθική λες και αυτή χτίζει χαρακτήρα. Ένας φίλος μου κομμουνιστής που σέβομαι ιδιαιτέρως για τους αγώνες του με ρώτησε πέρσι που δε δούλευα και περνούσα κυριολεκτικά τη καλύτερη χρονιά της ζωή μου «μα δε φοβάσαι ότι θα πάθεις κατάθλιψη?!», αγνοώντας μάλλον τα τεράστια ποσοστά της κατάθλιψης που οφείλονται στο στρες ή την απαξίωση εντός του χώρου εργασίας. Πίσω από αυτή την ερώτηση όμως ελλόχευε και μια ηθική κρίση, ίσως και ένας φθόνος (ένα «ressentiment») με τρόπο που με εγκαλούσε να νιώσω τύψεις που μπορώ να επιβιώνω χωρίς δουλειά. Ε ορίστε λοιπόν, τώρα δουλεύω. Τώρα ξυπνάω κάθε μέρα στις 7.30, ξοδεύω μια ώρα για να φτάσω στη δουλειά μου και εκεί περιμένω στωικά να περάσει το 8ώρο για να φύγω, ακόμα και όταν δεν έχω απολύτως τίποτα να κάνω, με αποτέλεσμα να φτάνω σπίτι εξαντλημένη, πεινασμένη, νυσταγμένη. Ευχαριστημένοι? Είμαι καλύτερος άνθρωπος τώρα? Ανέβηκα στην εκτίμησή σας? Οι αρχαίοι Έλληνες πάντως πίστευαν το ακριβώς αντίθετο. Δεν έτρεφαν καμία εκτίμηση για την δουλειά, πολύ περισσότερο δε τη χειρωνακτική. Ο Σωκράτης έλεγε ότι οι χειρωνακτικοί εργάτες γίνονται κακοί φίλοι και κακοί πολίτες επειδή δεν έχουν χρόνο να εκπληρώσουν τις ευθύνες της φιλίας και της ιδιότητας του πολίτη.
Αν ένα μεγάλο ποσοστό καταθλίψεων οφείλεται στην εργασία, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό προκαλείται από την ανεργία. Όχι όμως -όπως οι οπαδοι της εργασιακής ηθικής θα μας ήθελαν να πιστεύουμε- ως αποτέλεσμα της βαρεμάρας που μπορεί να προκληθεί όταν έχεις όλη τη μέρα για τον εαυτό σου αλλά εξαιτίας του άγχους των απλήρωτων λογαριασμών καθώς και της συλλογικής απαξίωσης των ανέργων ως ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΩΝ ανθρώπων. Η έννοια της επιτυχίας άλλωστε είναι υπόρητα ταυτισμένη με την έννοια της επαγγελματικής επιτυχίας.
Τόσο πολύ έχω σιχαθεί την ταύτιση μας με την δουλειά που όχι μόνο δεν ρωτάω πλέον τις νέες γνωριμίες αν και πού δουλεύουν αλλά αποφεύγω να απαντήσω όταν ρωτάνε εμένα με αποτέλεσμα κάποιοι να εικάζουν οτί είμαι ασφαλίτισσα. Η δουλειά μου όχι μόνο δε με χαρακτηρίζει αλλά νιώθω ότι με κάνει και ιδιαιτέρως βαρετή. Είναι κυριολεκτικά το λιγότερο σημαντικό, το λιγότερο ενδιαφέρον πράγμα που κάνω όλη τη βδομάδα. Όταν με ρωτάνε με τι ασχολούμαι λοιπόν προτιμώ να λέω «με τα memes και τον φεμινισμό» ή πως μιλάω για τη δουλειά μου μόνο για να γκρινιάξω.
Ίσως βέβαια να χρησιμοποιώ την αντικαπιταλιστική κριτική ως πρόφαση για να καλύψω την τεμπελιά μου, ίσως είμαι από αυτές που θα προτιμούσαν να παρασιτούν εις βάρος της κοινωνίας τρώγοντας επιδόματα χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα και υιοθετούν κομμουνιστικές ή αναρχικές ιδέες για να εκλογικεύσουν την νωθρότητα τους. Έχετε δει όμως αναρχικ@ να οργανώνουν πάρτυ οικονομικής ενίσχυσης προσφέροντας εθελοντικά την εργασία τους και ώρες ατελείωτες από τη ζωή τους; Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «και ποιος θα μαζεύει τα σκουπίδια?» αν η απειλή της πείνας και των απλήρωτων λογαρισμών δεν αποτελεί το κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτές τις ‘ευτελείς’ εργασίες η απάντησή σας ίσως βρίσκεται εκεί: σε όσες κάνουν βάρδια στο μπαρ, στο κουβάλημα, στο μάζεμα σκουπιδιών χωρίς καταναγκασμούς, απλά προς όφελος της κοινότητας που έχουν συνάψει εθελοντικά. Απόδειξη ότι μπορούν να γίνουν πργματάκια χωρίς να είναι «η δουλειά μας».
Μπορεί βέβαια να είμαι όντως τεμπέλα και να προτιμούσα απλά να τρώω τα λεφτά του μπαμπά. Είναι άλλωστε γνωστό ότι βαριέμαι να διαβάσω δεύτερη φορά και να κάνω edit στα ίδια μου τα κείμενα. Ωστόσο γράφω με συνέπεια και διατηρώ σελίδα και site τα οποία ανανεώνω τακτικά εδώ και 7 χρόνια έχοντας περισσότερους followers και καλύτερο engagement ακόμα και από επαγγελματικά ηλεκτρονικά μέσα. Αν το ίδιο ακριβώς πράγμα το έκανα για κάποια εταιρία που με πλήρωνε, αυτό θα θεωρούταν δουλειά. Αλλά τώρα το κάνω ως χόμπυ και προφανώς δεν αρκεί για να ξεπλύνει από πάνω μου το στίγμα της τεμπελιάς παρόλο που βάζω την ίδια και περισσότερη ενέργεια.
Για να μη θεωρούμαι τεμπέλα θα έπρεπε ο κόπος μου να παράγει κάποιο κέρδος για κάποια εταιρία μέσα στον καπιταλισμό, θα έπρεπε κάποιος να καρπώνεται την υπεραξία της εργασίας μου και ο νεοφιλελευθερισμός να ρουφήξει από μέσα μου κάθε χαρά και αυθορθμητισμό. Εναλλακτικά θα έπρεπε να επιδείξω «επιχειρηματικό πνεύμα» και να βρω τρόπο να μετατρέψω τους followers σε υποψήφιους καταναλωτές διαφημιζόμενων προϊόντων βγάζοντας εισόδημα από τις διαφημίσεις. Από αυτή την άποψη πάντως είναι κάπως ειρωνικό που συχνά με αποκαλούν τεμπέλα στη σελίδα μου άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί εξαιτίας της σκληρής δουλειάς που έχω καταβάλει.
Τόσος πολύς κόσμος υποφέρει και μισεί τη δουλειά του, τόσος πολύς κόσμος προσδοκά τα ρεπό του για να νιώσει ο εαυτός του, τόσος πολύς κόσμος μισεί τις Κυριακές γιατί του θυμίζουν τι χάνει, τόσος πολύς κόσμος κυριολεκτικά αρρωσταίνει από το στρες, καταστρέφει τη μέση του ή και σκοτώνεται σε εργατικά ατυχήματα. Γιατί τότε υπάρχουν τόσοι πολλοί που με νουθετούν όταν επιμένω ότι δε θέλω καλύτερη δουλειά αλλά είμαι χαρούμενη μόνο όταν δεν δουλεύω? Μα επειδή αδυνατούν να αποδεχτούν ότι χαραμίζουν τη ζωή τους με αντάλλαγμα τα κόκαλα που τους πετάει ο καπιταλισμός. Γιατί έχουν πειστεί ότι αξίζει η δουλειά τους να τους απορροφά το χρόνο, την ενέργειά, την υγεία τους αν στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους μπορούν να καταναλώσουν λίγο περισσότερο. Θεωρούμε καλό deal τις 5 μέρες δουλειά για μία fancy έξοδο το Σάββατο το βράδυ ή τις 4 βδομάδες δουλειά για ένα σαββατοκύριακο σε κάποιο νησί όταν η ζωή μας θα μπορούσε να είναι έτσι ώστε να μην χρειαζόμαστε τόσο απελπισμένα «διακοπές».
Ο ελεύθερος χρόνος βέβαια είναι πολύ λιγότερος από αυτό που μας υποσχέθηκαν ήδη από το σχολείο. Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ύπνο, οκτώ ώρες διασκέδαση μας πληροφόρησαν θριαμβευτικά ότι κερδίσαμε. Όμως στο κλασικό anti-work κείμενο «η Κατάργηση της Εργασίας» ο B. Black παρατηρεί «Το μόνο «δωρεάν» (free) στον λεγόμενο ελεύθερο χρόνο είναι ότι δεν κοστίζει τίποτα στο αφεντικό. Ο ελεύθερος χρόνος αφιερώνεται κυρίως στην προετοιμασία για δουλειά, στη μετάβαση στη δουλειά, στην επιστροφή από τη δουλειά και στην ανάκαμψη από τη δουλειά. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ευφημισμός για τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο η εργασία, ως συντελεστής παραγωγής, όχι μόνο μεταφέρεται με δικά της έξοδα από και προς τον χώρο εργασίας, αλλά αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για τη δική της συντήρηση και επισκευή. Ο άνθρακας και ο χάλυβας δεν το κάνουν αυτό. Οι τόρνοι και οι γραφομηχανές δεν το κάνουν αυτό.”
Το ότι η δουλειά αποτελεί αναγκαιότητα για την επιβίωσή μας στον καπιταλισμό είναι η βασική συνθήκη του -γι αυτό άλλωστε μιλάμε για «μισθωτή σκλαβιά». Υπάρχει όμως κάτι πολύ διεστραμμένό όταν καλούμαστε να διακηρύξουμε την αγάπη μας για την σκλαβιά αυτή, να πλειοδοτήσουμε σε δουλοπρέπεια ακόμα και όταν δεν είναι μπροστά το αφεντικό μας. H προσκόλλησή μας στο glorification της δουλειάς είναι απλά slavery with extra steps.
Ξέρεις ότι φτάσαμε peak liberal feminism oταν αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις και τον εαυτό μας με όρους αγοράς.
Ναι, να εμπνέουμε στα κορίτσια και τις γυναίκες την αυτοπεπόιθηση, ναι να τους μάθουμε να βάζουν τους όρους τους και τα κριτήρια τους στις σχέσεις τους, αλλά όχι, να μην τους μάθουμε να αντλούν την αξία τους και την αυτοεκτίμησή τους από τα ακαδημαικά τους προσόντα, το καλλιτεχνικό τους ταλέντο, τις ‘ηγετικές ικανότητές’ τους και όλους τους τρόπους που μας αξιολογεί η αγορά. Οι σχέσεις δεν είναι ανταλλαγή προσόντων και συγκρίσεις βιογραφικών και κανένα δεν είναι καλύτερο άτομο επειδή μιλάει 3 γλώσσες, ξέρει πιάνο, έχει καλούς βαθμούς ή μια fancy δουλειά. Ναι, οι γυναίκες πρέπει να ξέρουν οτι αξίζουν κι αυτές, αλλά όχι μόνο όταν εκπληρώνουν καπιταλιστικά κριτήρια παραγωγικότητας και απασχολησιμότητας και τσεκάρουν κουτάκια για χόμπυ (για τα οποία έχει θέση άλλωστε και το βιογραφικό μας). Ναι, οι σπουδές και η δουλειά θα δώσουν στις γυναίκες την οικονομική ανεξαρτησία που τους στέρησε παραδοσιακά η πατριαρχία αλλά ας μην τους δώσουν και κομπλεξ ανωτερότητας.
Κάπου λίγο έλεος με το φιλελέ φεμινισμό που ανυψώνει τις γυναίκες αφεντικά και με το empowerment μέσω καπιταλιστικών ιεραρχιών -και που στην ουσία λέει ότι οι γυναίκες που δεν έχουν τα προνόμια να συμμετέχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και να πάνε φροντιστήρια δεν αξίζουν και πολλά στην κλίμακα του φεμινισμού οποτε θα πρέπει να συμβιβαστούν με όποιον τις ζητάει σε ραντεβού.
Μτφ εικονας:
Η κόρη μου μου είπε ότι ένα αγόρι της ζήτησε να βγουν στο σχολείο
Εγώ: τι του είπες?
8χρονη: του είπα ότι μιλάω 3 γλώσσες και ήμουν η πρωταγωνίστρια στο θεατρικό της κατασκήνωσής μας. Τι έχει αυτός να προσφέρει?
Εγκαταλείψτε την ιδέα ότι υπάρχει αξιοκρατία στον καπιταλισμό. Ή ίδια η έννοια είναι παραπλανητική. H ιδέα του «άξιου» όπως και του «άριστου» είναι προσδιορισμένες από την ίδια την κυρίαρχη τάξη. Δεν είναι δηλαδή μόνο οι γνωριμίες των «άριστων» μεταξύ τους, τα ρουσφέτια, τα βύσματα -ή το “networking” όπως λέγονται όταν θέλουν να ακουστεί κι αυτό ως ένα προσόν. Είναι και πως δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες να χτίσουν αυτό το βιογραφικό, να αποκτήσουν τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα των «αριστων»
Η «αξία» της αξιοκρατίας είναι κι αυτή ένα προνόμιο, δεν είναι παρά μια σειρά σημείων που σηματοδοτεί την ταξική θέση ενός ατόμου. Ένα προνόμιο στο οποίο έχουν πρόσβαση αυτ@ που μπορούν να πληρώσουν πανάκριβα πανεπιστήμια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Αλήθεια έχετε ιδέα για όλη αυτή τη χαοτική γραφειοκρατία που απαιτείται για να καταθέσεις ακόμα και μια αιτησούλα για τα καλοκαιρινά μαθήματα σε ένα από αυτά τα πασίγνωστα ξένα πανεπιστήμια και πώς οι πλούσιοι πληρώνουν κάποιον να την κάνει γι αυτούς -για να μην αναφέρουμε καν τις ακαδημαικές εργασίες που αγοράζουν.
Η αριστεία αποτελεί προνόμιο αυτών που ακόμα και για να φοιτήσουν σε δημόσια πανεπιστήμια μπορούν να μείνουν εκτός αγοράς εργασίας λίγο παραπάνω με την στήριξη των γονιών τους ώστε να αφιερωθούν στις σπουδές τους χωρίς να επείγει να πληρώσουν το νοίκι ή τους λογαριασμούς. Είναι μια πολυτέλεια όσων εμπλούτισαν το βιογραφικό τους με μη αμειβόμενες θέσεις εργασίας («internships») που απλά σηματοδοτούν στους εργοδότες το ταξικό τους προνόμιο να μπορούν για μήνες να συντηρούν τον εαυτό τους χωρίς μισθό. Η «αξία» των άριστων είναι ένα προνόμιο ακόμα και όσων μεγάλωσαν σε μια οικογένεια η μητρική γλώσσα της οποίας ήταν και η γλώσσα διδασκαλίας στο σχολείο και η τάξη της οποίας τους έδωσε ένα προβάδισμα στο σχολείο -με το λεξιλόγιο, και τους «καλούς τρόπους» μιας αστικής οικογένειας, την βιβλιοθήκη που δέσποζε στο σαλόνι τους, την καλλιτεχνική «καλλιέργεια» που τη διέκρινε με επισκέψεις σε μουσεία, θέατρα, συναυλίες (γι αυτά έχει μιλήσει ιδιαίτερα ο Μπουρντιέ στη Διάκριση»)
Οι διορισμοί γιων πολιτικών σε θέσεις πρεστίζ για τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν απαιτείται εδώ που τα λέμε και κανένα προσόν γιατί στην πράξη δεν κάνουν απολύτως τίποτα πέρα από το να είναι διακοσημτικοί και να διατηρούν τα προνόμια της άρχουσας τάξης δεν ειναι παρα η κορυφή του παγόβουνου. Αυτό που θα πρέπει πρώτα να καταρρίψουμε είναι ο μύθος των «ίσων ευκαιριών» που μας έχει ταΐσει ο καπιταλισμός, και η ιδέα ότι με τη σκληρή δουλειά μπορείς να γίνει κι εσύ ένας μορφωμένος μικροαστός ή μέλος της εργατικής αριστοκρατίας την ίδια ώρα που οι καπιταλιστές θα μπορούσαν να διατηρούν το κεφάλαιό τους ακόμα και χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Ο μύθος της «αριστείας» υπάρχει απλά για να συντηρεί την ιδεολογία σύμφωνα με την οποία αξίζουν όλα αυτά τα προνόμια γιατί είναι καλύτεροι, και την ψευδαίσθηση ότι κι εσύ θα μπορούσες να φτάσεις εκεί αν απλά είχες διαβάσει λίγο περισσότερο στις πανελλήνιες.
Πριν μερικά χρόνια καθόμουν σε μια παμπ του Λονδίνου με μερικούς Έλληνες μετανάστες. Αφού παραπονέθηκαν για τη ζωή εκεί και τα εξωφρενικά υψηλά νοίκια που τους αναγκάζουν να μοιράζονται ένα σπίτι με άλλους 3 (ενώ στην Ελλάδα θα το έκαναν με τους γονείς τους) ένας από αυτούς σχολίασε «Ναι, αλλά εδώ ο καπιταλισμός δουλεύει, το βλέπεις». Γιατί ο καπιταλισμός έχει καταφέρει μετά από εντατική προπαγάνδα να ταυτιστεί όχι με τα πανάκριβα νοίκια, την φτώχεια, την ανισότητα, τους άστεγους, τα 10 ωρα εντατικής εργασίας με το απλήρωτο lunch break και τις απλήρωτες υπερωριες αλλά με την αφθονία, την συσσώρευση πλούτου και τις άπειρες μάρκες δημητριακών ανάμεσα στις οποίες μπορείς να επιλέξεις να φας στα γρήγορα πριν πας στη δουλειά που δεν έχεις επιλογή αν θα κάνεις. Αναγκάστηκα να παρατηρήσω ότι ο καπιταλισμός δουλεύει μια χαρά και στην Ελλάδα, απλά βρίσκεται στην άλλη πλευρά της αποικιοκρατικής Αγγλίας η οποία αφού απομύζησε όλο τον κόσμο μερικούς αιώνες συσσωρεύοντας τον πλούτο του τώρα επικαλείται την ελεύθερη αγορά.
Ο καπιταλισμός είναι σαν αυτό το παλιό ανέκδοτο που ρωτάει ένας οδηγός έναν βλάκα να του πει αν δουλεύει το φλάς του και αυτός του απαντάει «Τώρα ναι. Τώρα όχι. Τώρα Ναι. Τώρα Όχι.» νομίζοντας ότι το φλας δουλεύει μόνο όταν είναι αναμμένο ενώ η λειτουργία του είναι ακριβώς να αναβοσβήνει, όπως η λειτουργία του καπιταλισμού είναι εξίσου να παράγει κρίσεις, φτώχεια, ανισότητα και ξεζουμισμένες χώρες της περιφέρειας
Όταν οι πλούσιοι βιάζουν, φταίνε οι γυναίκες που πηδιούνται με πλούσιους.
Όταν οι φτωχοί βιάζουν, φταίνε πάλι οι γυναίκες που πηδιούνται με πλούσιους και τάχα δεν δίνουν και στους φτωχούς μια ευκαιρία.
Φταίνε οι γυναίκες που γοητεύονται από τον πλούτο, τις ακριβές σαμπάνιες, τα πολυτελή πάρτυ, τα κότερα, τα ελικόπτερα, τα ίδια πράγματα δηλαδή από τα οποία γοητευονται και οι άντρες και ονειρεύονται να τα αποκτησουν για να έχουν, ανάμεσα στα άλλα, εξουσία και πάνω στις γυναίκες.
Ένας ολόκληρος καπιταλιστικός κόσμος δοξάζει το χρήμα και τον πλούτο προβάλει τα καταναλωτικά πρότυπα, τις πανάκριβες μάρκες, τα υπερπολυτελή διαμερίσματα αλλά μόνο οι γυναίκες πρέπει να τιμωρούνται που έλκονται από αυτά την ίδια ώρα φυσικά που ο πλούτος και το χρήμα βρίσκονται στα χέρια λίγων αντρών και η μόνη ευκαιρία να έχουν πρόσβαση σε αυτά και οι γυναίκες είναι ως προσκεκλημένες, γκόμενες και συζυγοί τους. Οι γυναίκες σπάνια ειναι οι κάτοχοι του πλούτου και των μέσων παραγωγής, μπορούν να τα προσεγγίσουν κυρίως αποσπώντας την εύνοια των αντρών και όταν των κάνουν κατηγορούνται ως «πουτάνες».
Το θέμα είναι τόσο ταξικό όσο και έμφυλο. Μόνο λίγοι μπορούν να ζούν σύμφωνα με τα πρότυπα των διαφημίσεων, των celebrities, των σειρών που απεικονίζουν τις ζωές των πλουσίων. Έτσι ,ενώ η πλειονότητα των αντρών αποκλείονται κι αυτοί από τον πλούτο που αποκτούν κυρίως λίγοι άντρες εκμεταλλευόμενοι ολόκληρη την εργατική τάξη, προτιμουν να διοχετεύουν την πικρία τους ενάντια στις φτωχές γυναίκες που προσπαθούν να προσεγγίσουν το πλούτο για να γευτούν κι αυτές μια νότα πολυτέλειας βγαίνοντας από την καθημερινή μιζερια. Οι φτωχοί άντρες επιλέγουν να γλείφουν τους πλούσιους άντρες που δε θα τους καλέσουν ποτέ σε κανένα πάρτυ γιατί προτιμούν να φαντασιωνονται τους ιδιους στη θέση αυτών των πλούσιων αντρών και να ταυτίζονται μαζί τους αντί να ονειρεύονται έναν κόσμο χωρίς ταξικούς διαχωρισμούς -όπου οι γυναίκες πάλι θα τους απέρριπταν χωρίς καταναγκασμούς.
Οι γυναίκες θα πρέπει να τιμωρούνται που τόλμησαν να αποζητήσουν την εγγυτητα στον πλουτο, που τόλμησαν να πιστέψουν οτι ένα πολυτελές πάρτυ θα είναι τσάμπα γι αυτές και δε θα κληθούν να το πληρώσουν με το μόνο νόμισμα που τους άφησε η πατριαρχία. Το «τι περίμενε?» πάει μόνο στις γυναίκες, φανταστείτε να λέγαμε «τι περίμενε κι αυτός, ότι θα καλέσει μια γυναικα σπίτι του και δε θα κατηγορηθεί για βιασμό?».
Φτωχοί άντρες που κάνουν κωλοτούμπες για τους πλούσιους αλλά τουλάχιστον δεν το κάνουν επειδή θα τους κεράσουν ένα ποτήρι ακριβή σαμπάνια, το κάνουν τσάμπα ως τίμια λαικά παλικάρια και θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από τις «βίζιτες».
Δεν ξέρω ποιος πανηλίθιος σεξιστής χρειάζεται να το ακούσει αυτό αλλά ο λόγος που πέρασε μια γυναικοπαρεα πριν από σένα στο κλαμπ είναι ότι οι γυναικοπαρέες στοχεύουν να προσελκύσουν στο εν λόγω κλαμπ άντρες που θα ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για τους ίδιους ή για κεράσματα. Ο λόγος ΔΕΝ είναι επειδη το κλαμπ θέλει να γεμίσει από γυναίκες που θα τις κερνάει ο μπαρμαν γιατί τα κλαμπ δεν είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός, αποσκοπει στο ΚΕΡΔΟΣ. Αν κόπηκες λοιπόν από τον πορτιέρη τότε κόπηκες με ταξικά ή κοινωνικά κριτήρια επειδη είσαι ή φαίνεσαι φτωχός και να είσαι σίγουρος ότι ο τύπος με την πόρσε που την πάρκαρε φάτσα φόρα ή είχε λεφτά να κλείσει τραπέζι πέρασε μέσα πριν από ολους μας. Τα παράπονά σου λοιπόν στη διεύθυνση και όχι στις γυναίκες που στην καλύτερη κερδίζουν απλά ένα δωρεάν σφηνάκι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια της πατριαρχίας, στη χειρότερη φορτωνονται όλο το βράδυ ένα πεφτουλα που επιμένει να τις κεράσει ενώ εκείνη του εξηγεί ότι δεν πίνει καν αλκοόλ ή παίρνει αντιβίωση.