Είναι και το cancelling εξουσιαστικό;

Πριν μερικά χρόνια ένα πολύ κοντινό συγγενικό μου πρόσωπο που είχε παίξει τεράστιο ρόλο στη ζωή μου διατύπωσε κάποιες προβληματικές απόψεις λίγο μετά τη δολοφονία του Ζακ και αποφάσισα να του κανω cancel στην πραγματική ζωή. Έκοψα κάθε επαφή μαζί του παρά τις διστακτικές του προσπάθειες να με προσεγγίσει δεν ξαναεπικοινώνησα ποτε. Τα χρόνια πέρασαν και η ανάμειξή μου σε κινηματικούς χώρους με έκαναν να αρχίσωνα βλέπω κριτικά το κανσελάρισμα, δλδ την πλήρη απαξίωση της προσωπικότητας κάποιου με προβληματικές απόψεις και την άμεση «ακύρωση» κάθε ρόλου του στη ζωή σου ή στον δημόσιο χώρο. Το εν λόγω πρόσωπο όμως πέθανε πριν προλάβω να κάνω προσπάθειες επαναπροσέγγισης ή συμφιλίωσης.


Κι έτσι, έμεινα όχι μόνο με τις κριτικές μου απόψεις για το κανσελάρισμα στο χέρι αλλά και με κάμποσες ενοχές. Σκεφτομαι αν η απόφαση μου αυτή να διακόψω κάθε επικοινωνία ήταν όντως μια «ακτιβιστική» στάση, μια στάση φροντιστική προς τις καταπιεσμένες ομάδες ή αντίθετα μια εκτόνωση του θυμού μου εκεί που μπορούσα να την εκτονώσω, δηλαδή σε κάποιον που θα πονούσε ακριβώς επειδη θα ένιωθε την απώλεια. Αν ήταν πράγματι βοηθητική για τη διάδοση ελευθεριακών αξιών ή αντίθετα μια εξουσιαστική κίνηση προς τα εκεί που με έπαιρνε και που ακριβώς επειδή με έπαιρνε είχε πολύ καλές πιθανότητες να αλλάξει τις ιδέες του μακροπρόθεσμα παρόλο που εγώ δεν ένιωθα να είχα την υπομονή για διάλογο -και ξέρω ότι το συγκεκριμένο άτομο με άκουγε με τις ώρες να αναπτύσσω τις απόψεις μου και έκανε engage ακόμα κι αν είχε ενστάσεις.


Βλέπω πολύ συχνά το κανσελάρισμα και την παντελή παραγκώνιση κάποιου να χρησιμοποιείται ως σημείο ηθικού πλεονεκτήματος και ως μέσο απόδειξης της πίστης μας στον αγώνα. Όσο πιο πολύ κατακρίνουμε κάποιον τόσο πιο πολύ διακηρύσσουμε την δική μας καθαρότητα και αφοσίωση σε φεμινιστικά κτλ ιδανικά. Και ενώ συμφωνώ οτι το να είμαστε enablers καταπιεστών συνεχίζοντας να τους προσφέρουμε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον είναι προβληματικό, πιστεύω επίσης ότι οι άνθρωποι είναι πολύ πιθανό να αλλάξουν μέσα σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον παρά εξοστρακισμένοι από την κοινωνία και οποιαδήποτε θετική επιρροή.

Το Κάστρο με τα Βαμπίρ του Canceling

Θα σας πω ένα μυστικό. Όταν είμαι πάρα πολύ νευριασμένη χρησιμοποιώ την λέξη «μουνόπανο». Οχι, δεν βρίζω κάποιον στην μούρη του έτσι, μπορεί να πω όμως ότι «αυτός ειναι πολύ μουνόπανο» ή «κοίτα τί εκανε το μουνόπανο». Οχι, δεν θεωρώ οτι η περιόδος είναι μίασμα ούτε οτι καθιστά τις γυναικες ακάθαρτες. Γνωρίζω την προέλευση, την ετυμολογία και όλες τις συνδηλώσεις της λέξης. Απλά μου αρέσει όπως γεμίζει στο στόμα, καθώς και το γεγονός οτι ίσως αποτελεί μια μικρή βεβήλωση της «πολιτικής ορθότητας» έτσι ώστε να επικοινωνεί στους άλλους πόσο θυμωμένη είμαι.


Παρολαυτά δεν έχει τύχει μέχρι τωρα να κανσελαριστώ επειδή αποκάλεσα κάποιον μουνόπανο για τον απλό λόγο ότι από τη μία έχω την σύνεση να την χρησιμοποιώ αποκλειστικά μπροστά σε ανθρώπους που δε θα με κρίνουν τόσο αυστηρά, από την άλλη δε θα έφτανα ποτέ να κάνω το φάουλ να επιμείνω στο δικαίωμα να την χρησιμοποιώ σαν μια κάποια αυτονόητη ελευθερία του λόγου πάνω στην οποία θα προκολληθώ και θα γίνει ο λόφος στον οποίο θα πεθάνω. Από τη μία δηλαδή γνωρίζω τους κανόνες που πρέπει να ακολουθείς ώστε να μην φας κανσελ, από την άλλη με ενδιαφέρουν αρκετά ώστε να μην εμπλακώ σε ένα παιχνίδι εγωισμού απλά και μόνο επειδη κάποιος θεώρησε εύλογο να μου κάνει κήρυγμα.


Με λίγα λόγια ανάμεσα στους κανσελαρισμένους και στους ακανσελαριστους δεν υπάρχει μόνο ένα χάσμα αξιών και συμπεριφορών αλλά από τη μία και η γνώση του πολιτικά ορθού savoir vivre και από την άλλη η επιθυμία να μην εξοστρακιστούμε από την συγκεκριμένη κοινότητα. Το πώς να αποφύγεις το κανσελαρισμα είναι ένα περίπλοκο σετ από κανόνες και εμπειρίες που η γνώση τους απότελεί από μονη της πολιτισμικό κεφάλαιο. Η επιθυμία να ανήκεις σε μια κοινότητα ήταν και είναι από τους πιο δυνατούς παράγοντες κοινωνικού ελέγχου και συμμόρφωσης.


Όταν λοιπόν προκτύπτει μια τριβή ή μια διαμάχη θα πρέπει αφενός να θυμόμαστε ότι δεν έχουν όλοι το προνόμιο να μιλούν την γνώσσα του φεμινισμού και των λοιπών κινημάτων, τουλάχιστον όχι σαν να ήταν η μητρική τους. Όπως γράφει και ο Mark Fisher στο «Δραπεντεύοντας από το Κάστρο με τα Βαμπιρ», ένα κείμενο που αφορά αυτό που μάλλον σήμερα ονομάζουμε cancel culture:


Αφετέρου θα πρέπει να θυμόμαστε πως εφόσον το ανήκειν στην κοινότητα παραμένει το πιο δυνατό όπλο, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μέτρο. Αν καταλήγουμε να διαγράφουμε άτομα που θέλουν να ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο με εμάς, μπορεί η τιμωρία τους να χρησιμοποιείται ως παραδειγματισμός προς τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, ταυτόχρονα όμως χάνουμε πλήρως την επιρροή πάνω τους. Δημιουργούμε έτσι μια κοινότητα βασισμένη στην τιμωρία παρά μια κοινότητα βασισμένη στην εκμάθηση.


Και ποιος θα καθορίσει τότε ποιο ανήκει στο ίδιο στρατέπεδο με εμάς? Αυτή μπορεί να είναι μια εξαιρετικά γόνιμη συζήτηση και ενώ φυσικά είναι αδύνατο να την κλείσουμε εδώ, το σίγουρο είναι οτι δε θα πρέπει το να καταλήγουμε σε ταυτοτικούς ορισμούς -όπως δηλαδή ότι στο ίδιο στρατόπεδο με εμάς ανήκει όποιος δεν έχουμε κανσελάρει.