Αποκαλώντας «εκπαιδευτική» μία (πραγματική ή φανταστική) εκδρομή σε κάποιο στριπτιζάδικο, γίνεται προφανές αυτό που οι φεμινίστριες ήδη γνωρίζαμε: πως η αρρενωπότητα δεν είναι κάτι «φυσικό», πως το να καρφώνεις με τα μάτια σου το γυναικείο σώμα δεν είναι ένα εγγενές «ένστικτο», αλλά ακριβώς κάτι που μαθαίνεται, που διαδίδεται πολιτισμικά, που περνάει σχεδόν τελετουργικά από τη μία γενιά στην άλλη, συνήθως από το μπαμπά στο γιό.
Γι’ αυτό άλλωστε όταν γίνεται λόγος για τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, τίθεται πάντα το πρόβλημα της απουσίας αντρικού ή γυναικείου «προτύπου». Γιατί η κοινωνία φοβάται πως αν απουσιάζει ο άντρας που θα διδάξει το γιο να χαζεύει γυναικείους κώλους ή η γυναικά που θα διδάξει την κόρη να φροντίζει το σπίτι, τα πάντα θα ισοπεδωθούν. Γιατί κατά βάθος η κοινωνία ξέρει πως η συμμόρφωση στους έμφυλους ρόλους απαιτεί «εκπαίδευση». Είναι η ίδια λογική με την οποία παλιότερα πήγαιναν οι μπαμπάδες τους γιούς σε οίκους ανοχής για να έχουν την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία, ώστε να γίνουν «σωστοί» άντρες και να μην πάρουν τον στραβό το δρόμο. Τίποτα το «φυσικό» δεν είχε το σεξ και η ετεροφυλοφιλία εδώ, υπάκουγε απλά σε ένα προκαθορισμένο πολιτισμικό σενάριο.
Εκπαιδευτική εκδρομή για «μπαμπάδες και παιδιά» λοιπόν, μόνο που με τα παιδιά εννοούνται φυσικά μόνο οι γιοί, καθώς, όπως φανταζόμαστε, κανείς από αυτούς τους μπαμπάδες δε θα ήθελε ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας να αφορά τον επαγγελματικό προσανατολισμό της κόρης του. Αυτή θα πρέπει να εκπαιδευτεί ώστε να τηρεί όλους τους πατριαρχικούς κανόνες της σεμνότητας, μαθαίνοντας πως το χειρότερο πράγμα που μπορεί να την αποκαλέσει κάποιος, είναι «πουτάνα».