Γιατί μισώ τη δουλεία -κι όσ@ς προσπαθούν να με πείσουν ότι αυτό δεν είναι φυσιολογικό

Τελευταία σοκάρομαι από τις αντιδράσεις όσων σοκάρονται κάθε φορά που λέω ότι δε θέλω να δουλεύω.  Κάνουν σχεδόν σαν να τους προσβάλλω προσωπικά, σαν να θίγω ένα θέμα ταμπού, σαν και μόνο που ξεστομίζω τέτοιες λέξεις να ρισκάρω την επίκληση κάποιων σκοτεινών δυνάμεων.  Όχι, όχι μου λένε καθησυχαστικά, δεν μισείς να δουλεύεις, μισείς τη δουλειά σου. Ίσως αν αλλάξεις επάγγελμα, εταιρία, οργανισμό, τμήμα, κλάδο, χώρα, ήπειρο να βρεις αυτό που σου ταιριάζει. Και τότε θα σου αρέσει να δουλεύεις.

Μα η δουλειά μου είναι μια χαρά, από τις καλύτερες που θα μπορούσα να βρω. Απλά μισώ να δουλεύω, επιμένω. Εκεί είναι συνήθως που με κοιτάνε με καχυποψία και κάνουν την ερώτηση ματ «και τι  θα ήθελες δηλαδή, να κάθεσαι όλη μέρα?!». Κοιτάξτε, δε θα σας το κρύψω. ΝΑΙ! θα ήθελα πάρα πολύ να κάθομαι όλη μέρα -αν το «κάθομαι» σημαίνει ότι ξεκουράζομαι, κοιμάμαι τις απαραίτητες ώρες, περνάω χρόνο με τις φίλες μου και ός@ς αγαπώ, διαβάζω, γράφω, κοινωνικοποιούμαι, πολιτικοποιούμαι. Και λυπάμα όσους μου κάνουν αυτή την ερώτηση που δεν έχουν καλύτερα πάγματα στη ζωή τους να κανουν.

Τίποτα από αυτά δεν τους συγκινεί όμως. Η δουλειά γι αυτούς είναι κάτι καλό, κάτι που σε ολοκληρώνει, κάτι που σε καταξιώνει, κάτι που πρέπει να κάνεις για το κοινό καλό και όποιος δεν αγαπά τη δουλειά είναι ηθικά ύποπτος. Η οκνηρία άλλωστε συγκαταλέγεται στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα το οποίο ομολογώ αποτελεί τεραστία νίκη του λόμπυ των αφεντικών τα οποία συνήθως είναι και αυτοί που δουλεύουν λιγότερο από όλους καθώς έχουν άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό τους.

Η δουλειά στον καπιταλισμό θεωρείται ως κάτι εγγενώς καλό ή στην χειρότερη ως αναγκαίο κακό προς την επίτευξη της συλλογικής ευημερίας. Η ειρωνεία είναι πως μεγάλο ποσοστό των θέσεων εργασίας δεν έχουν καμία σχέση με το κοινό καλό αλλά απλά με τα κέρδη των εταιριών, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό γιατι το μερίδιο της αγοράς και με την συντήρηση του συστήματος.  Πολλές θέσεις είναι αυτό που ο Graeber αποκαλεί «bullshit jobs», δηλαδή αχρείαστες δουλειές χωρίς κανένα απολύτως ουσιαστικό νόημα που μοιάζουν επινοημένες μόνο και μόνο για να μας κρατάνε απασχολημένες. Αλλά για κάποιο λόγο θεωρείται καλύτερο για την κοινωνία να έχεις μια από αυτές τις ηλίθιες δουλειές από το να μην έχεις καθόλου.

Είναι θλιβερό να βλέπεις  όμως ακόμα και αντικαπιταλιστές να προσυπογραφουν την εργασιακή ηθική λες και αυτή χτίζει χαρακτήρα. Ένας φίλος μου κομμουνιστής που σέβομαι ιδιαιτέρως για τους αγώνες του με ρώτησε πέρσι που δε δούλευα και περνούσα κυριολεκτικά τη καλύτερη χρονιά της ζωή μου «μα δε φοβάσαι ότι θα πάθεις κατάθλιψη?!», αγνοώντας μάλλον τα τεράστια ποσοστά της κατάθλιψης που οφείλονται στο στρες ή την απαξίωση εντός του χώρου εργασίας. Πίσω από αυτή την ερώτηση όμως ελλόχευε και μια ηθική κρίση, ίσως και ένας φθόνος (ένα «ressentiment») με τρόπο που με εγκαλούσε να νιώσω τύψεις που μπορώ να επιβιώνω χωρίς δουλειά. Ε ορίστε λοιπόν, τώρα δουλεύω. Τώρα ξυπνάω κάθε μέρα στις 7.30, ξοδεύω μια ώρα για να φτάσω στη δουλειά μου και εκεί περιμένω στωικά να περάσει το 8ώρο για να φύγω, ακόμα και όταν δεν έχω απολύτως τίποτα να κάνω, με αποτέλεσμα να φτάνω σπίτι εξαντλημένη, πεινασμένη, νυσταγμένη. Ευχαριστημένοι? Είμαι καλύτερος άνθρωπος τώρα? Ανέβηκα στην εκτίμησή σας? Οι αρχαίοι Έλληνες πάντως πίστευαν το ακριβώς αντίθετο. Δεν έτρεφαν καμία εκτίμηση για την δουλειά, πολύ περισσότερο δε τη χειρωνακτική. Ο Σωκράτης έλεγε ότι οι χειρωνακτικοί εργάτες γίνονται κακοί φίλοι και κακοί πολίτες επειδή δεν έχουν χρόνο να εκπληρώσουν τις ευθύνες της φιλίας και της ιδιότητας του πολίτη.

Αν ένα μεγάλο ποσοστό καταθλίψεων οφείλεται στην εργασία, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό προκαλείται από την ανεργία. Όχι όμως -όπως οι οπαδοι της εργασιακής ηθικής θα μας ήθελαν να πιστεύουμε- ως αποτέλεσμα της βαρεμάρας που μπορεί να προκληθεί όταν έχεις όλη τη μέρα για τον εαυτό σου αλλά εξαιτίας του άγχους των απλήρωτων λογαριασμών καθώς και της συλλογικής απαξίωσης των ανέργων ως ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΩΝ ανθρώπων. Η έννοια της επιτυχίας άλλωστε είναι υπόρητα ταυτισμένη με την έννοια της επαγγελματικής επιτυχίας.

Τόσο πολύ έχω σιχαθεί την ταύτιση μας με την δουλειά που όχι μόνο δεν ρωτάω πλέον τις νέες γνωριμίες αν και πού δουλεύουν αλλά αποφεύγω να απαντήσω όταν ρωτάνε εμένα με αποτέλεσμα κάποιοι να εικάζουν οτί είμαι ασφαλίτισσα. Η δουλειά μου όχι μόνο δε με χαρακτηρίζει αλλά νιώθω ότι με κάνει και ιδιαιτέρως βαρετή. Είναι κυριολεκτικά το λιγότερο σημαντικό, το λιγότερο ενδιαφέρον πράγμα που κάνω όλη τη βδομάδα.  Όταν με ρωτάνε με τι ασχολούμαι λοιπόν προτιμώ να λέω «με τα memes και τον φεμινισμό» ή πως μιλάω για τη δουλειά μου μόνο για να γκρινιάξω.

Ίσως βέβαια να χρησιμοποιώ την αντικαπιταλιστική κριτική ως πρόφαση για να καλύψω την τεμπελιά μου, ίσως είμαι από αυτές που θα προτιμούσαν να παρασιτούν εις βάρος της κοινωνίας τρώγοντας επιδόματα χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα και υιοθετούν κομμουνιστικές ή αναρχικές ιδέες για να εκλογικεύσουν την νωθρότητα τους. Έχετε δει όμως αναρχικ@ να οργανώνουν πάρτυ οικονομικής ενίσχυσης προσφέροντας εθελοντικά την εργασία τους και ώρες ατελείωτες από τη ζωή τους; Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «και ποιος θα μαζεύει τα σκουπίδια?» αν η απειλή της πείνας  και των απλήρωτων λογαρισμών δεν αποτελεί το κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτές τις ‘ευτελείς’ εργασίες η απάντησή σας ίσως βρίσκεται εκεί: σε όσες κάνουν βάρδια στο μπαρ, στο κουβάλημα, στο μάζεμα σκουπιδιών χωρίς καταναγκασμούς, απλά προς όφελος της κοινότητας που έχουν συνάψει εθελοντικά. Απόδειξη ότι μπορούν να γίνουν πργματάκια χωρίς να είναι «η δουλειά μας».

Μπορεί βέβαια να είμαι όντως τεμπέλα και να προτιμούσα απλά να τρώω τα λεφτά του μπαμπά. Είναι άλλωστε γνωστό ότι βαριέμαι να διαβάσω δεύτερη φορά και να κάνω edit στα ίδια μου τα κείμενα. Ωστόσο γράφω με συνέπεια και διατηρώ σελίδα και site τα οποία ανανεώνω τακτικά εδώ και 7 χρόνια έχοντας περισσότερους followers και καλύτερο engagement ακόμα και από επαγγελματικά ηλεκτρονικά μέσα. Αν το ίδιο ακριβώς πράγμα το έκανα για κάποια εταιρία που  με πλήρωνε, αυτό θα θεωρούταν δουλειά. Αλλά τώρα το κάνω ως χόμπυ και προφανώς δεν αρκεί για να ξεπλύνει από πάνω μου το στίγμα της τεμπελιάς παρόλο που βάζω την ίδια και περισσότερη ενέργεια.

Για να μη θεωρούμαι τεμπέλα θα έπρεπε ο κόπος μου να παράγει κάποιο κέρδος για κάποια εταιρία μέσα στον καπιταλισμό, θα έπρεπε κάποιος να καρπώνεται την υπεραξία της εργασίας μου και ο νεοφιλελευθερισμός να ρουφήξει από μέσα μου κάθε χαρά και αυθορθμητισμό. Εναλλακτικά θα έπρεπε να επιδείξω «επιχειρηματικό πνεύμα» και να βρω τρόπο να μετατρέψω τους followers σε υποψήφιους καταναλωτές διαφημιζόμενων προϊόντων βγάζοντας εισόδημα από τις διαφημίσεις. Από αυτή την άποψη πάντως είναι κάπως ειρωνικό που συχνά με αποκαλούν τεμπέλα στη σελίδα μου άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί εξαιτίας της σκληρής δουλειάς που έχω καταβάλει.

Τόσος πολύς κόσμος υποφέρει και μισεί τη δουλειά του, τόσος πολύς κόσμος προσδοκά τα ρεπό του για να νιώσει ο εαυτός του, τόσος πολύς κόσμος μισεί τις Κυριακές γιατί του θυμίζουν τι χάνει, τόσος πολύς κόσμος κυριολεκτικά αρρωσταίνει από το στρες, καταστρέφει τη μέση του ή και σκοτώνεται σε εργατικά ατυχήματα. Γιατί τότε υπάρχουν τόσοι πολλοί που με νουθετούν όταν επιμένω ότι δε θέλω καλύτερη δουλειά αλλά είμαι χαρούμενη μόνο όταν δεν δουλεύω? Μα επειδή αδυνατούν να αποδεχτούν ότι χαραμίζουν τη ζωή τους με αντάλλαγμα τα κόκαλα που τους πετάει ο καπιταλισμός. Γιατί έχουν πειστεί ότι αξίζει η δουλειά τους να  τους απορροφά το χρόνο, την ενέργειά, την υγεία τους αν στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους μπορούν να καταναλώσουν λίγο περισσότερο. Θεωρούμε καλό deal τις 5 μέρες δουλειά για μία fancy έξοδο το Σάββατο το βράδυ ή τις 4 βδομάδες δουλειά για ένα σαββατοκύριακο σε κάποιο νησί όταν η ζωή μας θα μπορούσε να είναι έτσι ώστε να μην χρειαζόμαστε τόσο απελπισμένα «διακοπές».

Ο ελεύθερος χρόνος βέβαια είναι πολύ λιγότερος από αυτό που μας υποσχέθηκαν ήδη από το σχολείο. Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ύπνο, οκτώ ώρες διασκέδαση μας πληροφόρησαν θριαμβευτικά ότι κερδίσαμε. Όμως στο κλασικό anti-work κείμενο «η Κατάργηση της Εργασίας» ο B. Black παρατηρεί «Το μόνο «δωρεάν» (free) στον λεγόμενο ελεύθερο χρόνο είναι ότι δεν κοστίζει τίποτα στο αφεντικό. Ο ελεύθερος χρόνος αφιερώνεται κυρίως στην προετοιμασία για δουλειά, στη μετάβαση στη δουλειά, στην επιστροφή από τη δουλειά και στην ανάκαμψη από τη δουλειά. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ευφημισμός για τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο η εργασία, ως συντελεστής παραγωγής, όχι μόνο μεταφέρεται με δικά της έξοδα από και προς τον χώρο εργασίας, αλλά αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για τη δική της συντήρηση και επισκευή. Ο άνθρακας και ο χάλυβας δεν το κάνουν αυτό. Οι τόρνοι και οι γραφομηχανές δεν το κάνουν αυτό.”

Το ότι η δουλειά αποτελεί αναγκαιότητα για την επιβίωσή μας στον καπιταλισμό είναι η βασική συνθήκη του -γι αυτό άλλωστε μιλάμε για «μισθωτή σκλαβιά». Υπάρχει όμως κάτι πολύ διεστραμμένό όταν καλούμαστε να διακηρύξουμε την αγάπη μας για την σκλαβιά αυτή, να πλειοδοτήσουμε σε δουλοπρέπεια ακόμα και όταν δεν είναι μπροστά το αφεντικό μας. H προσκόλλησή μας στο glorification της δουλειάς είναι απλά slavery with extra steps.

Advertisement

Είναι Μάτσο τα Μπάχαλα?

Ο ένοπλος αγώνας είναι μία από τις μεθόδους που οι αναρχικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν, ακόμα και σαν συγκεκριμένη μειοψηφική οργάνωση, παιρνοντας τη θέση της αυτο-οργανωμένης δράσης των εκμεταλλευομενων όταν αυτή δεν υπάρχει ή αναδεικνύεται ελλειπής. Ο σκοπός αυτής της αντικατάστασης είναι φανερός: να χρησιμεύσει σαν ερέθισμα, σαν πυροκροτητής, να καταδειχθεί ότι ο αγώνας είναι δυνατός ακόμα και σε μειοψηφικές συνθήκες, να δειχτεί οτι από το μικρό στο μεγάλο το πέρασμα μπορεί να επέλθει απρόσμενα, όταν κάποιος ούτε καν το περιμένει. Η σιωπή και η αναμονή ή η κριτική και το έργο της αποτροπής με μια στάση κυνική και σκεπτικιστική δεν είναι σίγουρα αυτό που οι αναρχικοί θα πρέπει να έχουν ως σκοπό τους. Η κριτική μπορει να είναι καλή. Το να καταδειχθούν τα όρια μιας μεθόδου ει΄ναι καλό. Αλλά αυτό δεν αρνείται την ώθηση στον ενθουσιασμό, το ερέθισμα στην σύγκρουση ακόμα και άνιση. Η ευθύτητα και ξεροκεφαλιά του Δον Κιχώτη είναι προτιμότερρες από την κριτική και τη ζυγαριά του μαγαζάτορα.

Alfredo Bonnano, Θεωρία και Πρακτική της Εξέγερσης

Ένας από τους πολλούς τρόπους που εργαλειοποιείται ο φεμινισμός και η φεμινιστική γλώσσα ώστε να βολέψει το σύστημα, είναι όταν χρησιμοποιειται για να πλαισιώσει τις πράξεις αντι-βίας, όπως τις επιθέσεις ενάντια σε φασίστες και αστυνομία ή το σπάσιμο μιας τράπεζας, ώς «ματσίλα» και «τοξική αρρενωπότητα». Πολύ βολεύει τον μέσο νεοφιλελέ ισαποστάκια αυτή η ρητορική γιατί έτσι, μαζί με τις τάχα φιλειρηνικές αποψούλες του που συντηρούν το συστημα δείχνει ότι ενδιαφέρεται και για τις γυναίκες και τον φεμινισμό -είναι προοδευτικός άνθρωπος όχι κανένας συντηρητικούλης. Ταυτόχρονα από-ιδεολογικοποιει αυτό το καθαρά πολιτικό είδος βίας, αφαιρώντας του κάθε πολιτικό και ταξικό πρόσημο, παρουσιάζοντας το σαν κάτι ανεγκέφαλους μπάχαλους που τάχα δεν έχουν καλύτερη δουλειά να κάνουν πέρα από το να πετάνε πέτρες για να ξεκαυλώσουν.


Στην πραγματικότητα βέβαια η ματσίλα δεν έχει καμία σχέση με τη βία ενάντια στο σύστημα γιατί έχουν μια πολύ βασική διαφορά: η πρώτη στρέφεται ενάντια στον καταπιεσμένο και τον αδύναμο, η δεύτερη ενάντια στον ισχυρό και τον καταπιεστή. Το να αποκαλείς ματσίλα την βία ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο είναι σαν να ονομάζεις κακοποίηση τη βία ενάντια στον βιαστή και bullying την φεμινιστική κριτική. Τους νεοφιλελέδες και τους απολιτίκ όμως, τους οπαδούς της καμίας αλλαγής που θεωρούν το κράτος και τον καπιταλισμό φίλους μας, δεν τους ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες, ακριβώς γιατί έχουν επιλέξει να μη βλέπουν τη βία του συστήματος και θεωρούν βία μόνο ό,τι διαταράσσει το απογευματινό τους shopping και την νοικοκυραίικη ζωούλα τους. Τα παραπάνω σε καμία περιπτωση δεν σημαίνουν ότι οι δράστες της αντι-βίας ή του ένοπλου αγώνα εξαιρούνται από κάθε κατηγορία για ματσίλα και εξουσιαστικές συμπεριφορές, καθώς παραμένουν άντρες μεγαλωμένοι στην πατριαρχία, όσο κι αν έχουν αμφισβητήσει κομμάτια της κυριαρχης ιδεολογίας. Αυτό όμως θα προκύψει -αν προκύψει- από άλλες τους συμπεριφορές και όχι το σπάσιμο μιας τράπεζας ή την παλουκιά σε έναν ΜΑΤά.


Και αν δεν έχει σχέση με τη βία και την τοξική αρρενωπότητα, γιατί τότε την βία αυτή την ασκούν ως επί το πλείστον άντρες, θα αναρωτηθούν κάποι@. Γιατί δεν βλέπουμε εξίσου συχνά και γυναίκες σε περιφρουρήσεις ή μπάχαλα? Γιατί καλοί μου άνθρωποι ζούμε προφανώς σε έναν πατριαρχικό κόσμο όπου οι άντρες ανατρέφονται έτσι ώστε να εξοικειώνονται με τη βία από πολύ νωρίς με αποτέλεσμα να φαντάζει ως μια πρακτική οικεία και ταυτόχρονα μια εύλογη επιλογή γι αυτούς ενώ για τις γυναίκες όχι. Όταν το ιδιο το κράτος επιλέγει ως προστάτες του τους ένστολους άντρες στην αστυνομία και τον στρατό, είναι προφανές ότι κατά κάποιο τρόπο προκαθορίζει πως και η απάντηση θα έρχεται μόνο από άντρες. Αυτό από μόνο του δεν κάνει ΚΑΘΕ άσκηση βίας σεξιστική. Αντιθέτως, ο σεξισμός συνίσταται στην συγκρότηση της γυναικείας υποκειμενικότητας ως κατεξοχήν ειρηνικής, φιλήσυχης, παθητικής και πειθήνιας την ίδια ώρα που η αντρική συγκροτείται ως η κατεξοχήν βίαιη, επιθετική και συγκρουσιακή. Είναι ακριβώς αυτή η ασυμμετρία, ο συνδυασμός, το χάσμα μεταξύ των δύο, που συγκροτεί την πατριαρχία, με το ένα φύλο να μπορεί να γίνει βίαιο ενώ το άλλο να μην έχει τρόπους να αμυνθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του ακόμα και όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Είναι αυτή η διαφοροποίηση στην έμφυλη κοινωνικοποίηση που καθιστά γυναίκες και θηλυκότητες τόσο ευαλωτες. Η φεμινιστική θέση για την αντι-βία τότε θα ήταν μάλλον να ενθαρρυνθούν και οι γυναίκες να συμμετέχουν σε αυτή και σε κάθε μορφή αυτοάμυνας-και τολμώ να πω ότι αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται.


Η βία από μόνη της δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Αυτό εξαρτάται από το ποιος, εναντίον ποιου και με τι σκοπό την ασκεί. Είναι άλλη η συστημική βια και η βία της επιβολής στον αδύναμο και ανίσχυρο και άλλη η βία της αντίστασης, του αγώνα, της επανάστασης που είναι χρήσιμες και απελευθερωτικές. Αυτό είναι κάτι που στην πράξη αποδέχεται και ο πιο τελειωμένος φιλελές όταν εξυμνεί πχ την Επανάσταση του ’21 -εκεί καταλαβαίνει ότι η βία ήταν απαραίτητη γιατί εντελώς συμπτωματικά εκεί βλέπει την καταπίεση του (οθωμανικού) κράτους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η βία είναι πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις το πιο αποτελεσματικό μέσο, αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Σε όσους πάντως λένε ότι η βία και τα μπάχαλα «αποξενώνουν» τον κόσμο, θα πρότεινα να σταματήσουν να κάνουν προβολές. Υπάρχουν αυτοί που απωθούνται από το είδος αυτό της βίας γιατί ταυτίζονται με το satus quo, με την εξουσία και τον ισχυρό, γιατί βολεύονται στο σύστημα και και το χειρότερο πράγμα που μπορούν να σκεφτούν στη μίζερη, κομφορμιστική, μικροαστική ζωούλα τους είναι να τους σπάει καμία βιτρίνα. Υπάρχουν κι εκείνοι που έλκονται από αυτά και κατ’επέκταση την ιδεολογία πίσω τους γιατί βλέπουν το ελπιδοφόρο μήνυμα της αντίστασης στο θαρρος και την γενναιότητα όσων ρισκάρουν τα πάντα γιατί δε θα ήταν καλά με τον εαυτό τους αν απλά αποδέχονταν της επιβολή της εξουσίας. Εγώ, όπως είναι οφθαλμοφανές, παραμένω ουδέτερη.

PEAK LIBERAL FEMINISM

Ξέρεις ότι φτάσαμε peak liberal feminism oταν αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις και τον εαυτό μας με όρους αγοράς.

Ναι, να εμπνέουμε στα κορίτσια και τις γυναίκες την αυτοπεπόιθηση, ναι να τους μάθουμε να βάζουν τους όρους τους και τα κριτήρια τους στις σχέσεις τους, αλλά όχι, να μην τους μάθουμε να αντλούν την αξία τους και την αυτοεκτίμησή τους από τα ακαδημαικά τους προσόντα, το καλλιτεχνικό τους ταλέντο, τις ‘ηγετικές ικανότητές’ τους και όλους τους τρόπους που μας αξιολογεί η αγορά. Οι σχέσεις δεν είναι ανταλλαγή προσόντων και συγκρίσεις βιογραφικών και κανένα δεν είναι καλύτερο άτομο επειδή μιλάει 3 γλώσσες, ξέρει πιάνο, έχει καλούς βαθμούς ή μια fancy δουλειά. Ναι, οι γυναίκες πρέπει να ξέρουν οτι αξίζουν κι αυτές, αλλά όχι μόνο όταν εκπληρώνουν καπιταλιστικά κριτήρια παραγωγικότητας και απασχολησιμότητας και τσεκάρουν κουτάκια για χόμπυ (για τα οποία έχει θέση άλλωστε και το βιογραφικό μας). Ναι, οι σπουδές και η δουλειά θα δώσουν στις γυναίκες την οικονομική ανεξαρτησία που τους στέρησε παραδοσιακά η πατριαρχία αλλά ας μην τους δώσουν και κομπλεξ ανωτερότητας.

Κάπου λίγο έλεος με το φιλελέ φεμινισμό που ανυψώνει τις γυναίκες αφεντικά και με το empowerment μέσω καπιταλιστικών ιεραρχιών -και που στην ουσία λέει ότι οι γυναίκες που δεν έχουν τα προνόμια να συμμετέχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και να πάνε φροντιστήρια δεν αξίζουν και πολλά στην κλίμακα του φεμινισμού οποτε θα πρέπει να συμβιβαστούν με όποιον τις ζητάει σε ραντεβού.

Μτφ εικονας:

Η κόρη μου μου είπε ότι ένα αγόρι της ζήτησε να βγουν στο σχολείο

Εγώ: τι του είπες?

8χρονη: του είπα ότι μιλάω 3 γλώσσες και ήμουν η πρωταγωνίστρια στο θεατρικό της κατασκήνωσής μας. Τι έχει αυτός να προσφέρει?

Εγώ: 😳 See less

Ο Μύθος της Αξιοκρατίας

Εγκαταλείψτε την ιδέα ότι υπάρχει αξιοκρατία στον καπιταλισμό. Ή ίδια η έννοια είναι παραπλανητική. H ιδέα του «άξιου» όπως και του «άριστου» είναι προσδιορισμένες από την ίδια την κυρίαρχη τάξη. Δεν είναι δηλαδή μόνο οι γνωριμίες των «άριστων» μεταξύ τους, τα ρουσφέτια, τα βύσματα -ή το “networking” όπως λέγονται όταν θέλουν να ακουστεί κι αυτό ως ένα προσόν. Είναι και πως δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες να χτίσουν αυτό το βιογραφικό, να αποκτήσουν τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα των «αριστων»

Η «αξία» της αξιοκρατίας είναι κι αυτή ένα προνόμιο, δεν είναι παρά μια σειρά σημείων που σηματοδοτεί την ταξική θέση ενός ατόμου. Ένα προνόμιο στο οποίο έχουν πρόσβαση αυτ@ που μπορούν να πληρώσουν πανάκριβα πανεπιστήμια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Αλήθεια έχετε ιδέα για όλη αυτή τη χαοτική γραφειοκρατία που απαιτείται για να καταθέσεις ακόμα και μια αιτησούλα για τα καλοκαιρινά μαθήματα σε ένα από αυτά τα πασίγνωστα ξένα πανεπιστήμια και πώς οι πλούσιοι πληρώνουν κάποιον να την κάνει γι αυτούς -για να μην αναφέρουμε καν τις ακαδημαικές εργασίες που αγοράζουν.

Η αριστεία αποτελεί προνόμιο αυτών που ακόμα και για να φοιτήσουν σε δημόσια πανεπιστήμια μπορούν να μείνουν εκτός αγοράς εργασίας λίγο παραπάνω με την στήριξη των γονιών τους ώστε να αφιερωθούν στις σπουδές τους χωρίς να επείγει να πληρώσουν το νοίκι ή τους λογαριασμούς. Είναι μια πολυτέλεια όσων εμπλούτισαν το βιογραφικό τους με μη αμειβόμενες θέσεις εργασίας («internships») που απλά σηματοδοτούν στους εργοδότες το ταξικό τους προνόμιο να μπορούν για μήνες να συντηρούν τον εαυτό τους χωρίς μισθό. Η «αξία» των άριστων είναι ένα προνόμιο ακόμα και όσων μεγάλωσαν σε μια οικογένεια η μητρική γλώσσα της οποίας ήταν και η γλώσσα διδασκαλίας στο σχολείο και η τάξη της οποίας τους έδωσε ένα προβάδισμα στο σχολείο -με το λεξιλόγιο, και τους «καλούς τρόπους» μιας αστικής οικογένειας, την βιβλιοθήκη που δέσποζε στο σαλόνι τους, την καλλιτεχνική «καλλιέργεια» που τη διέκρινε με επισκέψεις σε μουσεία, θέατρα, συναυλίες (γι αυτά έχει μιλήσει ιδιαίτερα ο Μπουρντιέ στη Διάκριση»)

Οι διορισμοί γιων πολιτικών σε θέσεις πρεστίζ για τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν απαιτείται εδώ που τα λέμε και κανένα προσόν γιατί στην πράξη δεν κάνουν απολύτως τίποτα πέρα από το να είναι διακοσημτικοί και να διατηρούν τα προνόμια της άρχουσας τάξης δεν ειναι παρα η κορυφή του παγόβουνου. Αυτό που θα πρέπει πρώτα να καταρρίψουμε είναι ο μύθος των «ίσων ευκαιριών» που μας έχει ταΐσει ο καπιταλισμός, και η ιδέα ότι με τη σκληρή δουλειά μπορείς να γίνει κι εσύ ένας μορφωμένος μικροαστός ή μέλος της εργατικής αριστοκρατίας την ίδια ώρα που οι καπιταλιστές θα μπορούσαν να διατηρούν το κεφάλαιό τους ακόμα και χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Ο μύθος της «αριστείας» υπάρχει απλά για να συντηρεί την ιδεολογία σύμφωνα με την οποία αξίζουν όλα αυτά τα προνόμια γιατί είναι καλύτεροι, και την ψευδαίσθηση ότι κι εσύ θα μπορούσες να φτάσεις εκεί αν απλά είχες διαβάσει λίγο περισσότερο στις πανελλήνιες.