Το Σάββατο το πρωί είχε ήδη κυκλοφορήσει μια πολύ πιασάρικη ιστορία: ένας «ληστής» εγκλωβίστηκε σε ένα άδειο κοσμηματοπωλείο και πέθανε προσπαθώντας να διαφύγει σπάζοντας την τζαμαρία. Η ιστορία αυτή ήταν άρτια από μόνη της και παίχτηκε πολύ γιατί λειτουργούσε ως cautionary tale. Το ηθικό δίδαγμα ήταν: ΑΥΤΗ είναι η μοίρα που περιμένει όποιον γίνει κλέφτης και πρεζάκι γιατί ο θεός αγαπά τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη –ή μάλλον τον «νοικοκυραίο». Ο ληστής τιμωρήθηκε από τη θεία δίκη όπως του άξιζε και όλα καλά, μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι.
Λίγο μετά βέβαια, το τακτοποιημένο αυτό αφήγημα άρχισε να αλλάζει επειδή -ουπς- υπήρχε ένα βίντεο το οποίο έδειχνε τον καταστηματάρχη και μέρος του μαζεμένου απ’έξω πλήθους να κλωτσά την τζαμαρία του κοσμηματοπωλείου και στη συνέχεια τον ίδιο τον δράστη μέχρι αναισθησίας. Αυτή ήταν μια μικρή λεπτομέρεια που τα αρχικά ρεπορτάζ δεν είχαν μπει στον κόπο να ενσωματώσουν. Τώρα λοιπόν το αφήγημα άλλαξε με έναν τρόπο που δίχασε την κοινή γνώμη. Η τιμωρία του δράστη δεν ήταν τελικά τόσο αυτόματη, σαν θεϊκή παρέμβαση. Επρόκειτο περί λιντσαρίσματος. Ένα λιντσάρισμα όμως που βρήκε πάρα πολλούς υποστηρικτές.
Τi ήταν αυτό που έκανε το συγκεκριμένο λιντσάρισμα αποδεκτό από τόσο μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας; Τι ήταν αυτό που οδήγησε το ελληνικό διαδίκτυο να κατακλυστεί από χαιρέκακα και μοχθηρά σχόλια για τον δράστη, που στο μεταξύ είχε αποκτήσει πρόσωπο και όνομα; Τι ήταν αυτό που οδήγησε τα τρολ να συρρέουν στη σελίδα του Ζακ για να ξεράσουν το μίσος τους για το «πρεζάκι», τον «πούστη», τον μολυσμένο με AIDS; Τη στιγμή αυτή τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής έρευνας δεν έχουν βγει. Λίγη σημασία έχουν όμως, όταν τόσοι πολλοί εκφράζουν απροκάλυπτα την χαρά και την ανακούφισή τους που ο δράστης βρήκε αυτόν τον φρικτό θάνατο.
Ρωτάνε πολλοί: «ναι, αλλά κι εσείς στη θέση του κοσμηματοπώλη τι θα κάνατε;» Πολλά μέσα έσπευσαν μάλιστα να αποκρυσταλλώσουν αυτή την ερώτηση με δημόσια ψηφοφορία, παραβλέποντας πως η ουσία των συνταγματικών δικαιωμάτων συνίσταται ακριβώς στο ότι αυτά είναι κατοχυρωμένα ανεξαρτήτως του τι επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών. Ξέρω πολλούς που έπεσαν θύματα κλοπής και διάρρηξης και που ΔΕ θα ήθελαν να κλωτσήσουν έναν ανήμπορο κλέφτη στο κεφάλι. Αυτή όμως είναι η λάθος ερώτηση. Γιατί αυτός που κλώτσησε τον πεσμένο στο έδαφος Ζακ δεν ήταν μόνο ο άμεσα θιγόμενος από την απόπειρα κλοπής. Ήταν και μέρος του συγκεντρωμένου πλήθους για το οποίο δεν διακυβευόταν πραγματικά τίποτα. Το πλήθος αυτό, που συμμετείχε στο λιντσάρισμα είτε με κλωτσιές και ρίψη αντικειμένων είτε με επικρότηση των προηγούμενων δεν είχε κάτι να χάσει εκείνη τη στιγμή. Εξέφραζε απλά το μίσος του προς τον ανώνυμο κλέφτη που παραπατούσε –και άρα πιθανότατα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα «πρεζάκι». Δεν τον χτύπησαν εν βρασμώ ψυχής. Τον χτύπησαν πολύ ψύχραιμα και νηφάλια για όλα αυτά που αντιπροσώπευε.
Η ταύτιση με τον κοσμηματοπώλη λοιπόν δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από την απέχθεια προς το δράστη. Και τα δύο όμως έχουν βαθιές ρίζες στο σύστημά, ένα σύστημα που έχει μάθει να δίνει προτεραιότητα στην ατομική περιουσία σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή. Ένα σύστημα που επιβραβεύει όσους συνεισφέρουν στο εγχώριο ΑΕΠ ενώ καταδικάζει και τιμωρεί την ίδια την φτώχεια που παράγει. Ένα σύστημα που περιθωριοποιεί ανθρώπους όπως ο Ζακ -ομοφυλόφιλους, οροθετικούς, θηλυπρεπείς- τους κόβει τα φτερά από μικρή ηλικία και μετά τους τιμωρεί που δεν είναι δήθεν αρκετά παραγωγικοί, που έχουν κατάθλιψη, που αναπτύσσουν εξαρτήσεις, που δεν βρίσκουν μια δουλειά της προκοπής βρε παιδί μου. Στην καρδιά αυτού του συστήματος βρίσκεται η παραγωγικότητα, γι’ αυτό και ένα οροθετικό «πρεζάκι» βρίσκεται ακριβώς στην κατώτατη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας. Γιατί, όπως τόνισαν και αρκετά σκατόψυχα τρολ, ο Ζακ τους έτρωγε τους φόρους με το επίδομα που έπαιρνε. Και εδώ ακριβώς διαφαίνεται η νεοφιλελεύθερη σκέψη όπου στοιχειώδη σεβασμό και ανθρώπινα δικαιώματα αποκτάς μέσα από την παραγωγικότητά σου και τους φόρους που πληρώνεις, όχι απλά επειδή είσαι άνθρωπος. Τα ανθρώπινα δικαιώματα σου, έρχονται υπό προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις που έτσι κι αλλιώς δεν πληρούν όλ@, γιατί το ίδιο το σύστημα δεν το επιτρέπει.
Η έννοια του νοικοκυραίου ενσαρκώνεται με απόλυτη σαφήνεια στο πρόσωπο του κοσμηματοπώλη ο οποίος είχε το μαγαζάκι του και το θεωρούσε το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο –πιο σημαντικό και από την ανθρώπινη ζωή. Ο νοικοκυραίος είναι ακριβώς αυτός που φοβάται να μη χάσει ακόμα και αυτά τα λιγοστά που έχει, και που θα τα υπερασπιστεί πάση θυσία –ακόμα κι αν η θυσία αυτή είναι ένας άλλος άνθρωπος. Κι αν δεν τίθεται ζήτημα υπεράσπισης, τίθεται ζήτημα τιμής –τις κλωτσιές άλλωστε ο Ζακ τις έφαγε, όχι πιά επειδή απειλούσε το μαγαζάκι του άλλου, αλλά επειδή απείλησε την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας, του περιφραγμένου χώρου του. Όλοι μπορούμε να γίνουμε νοικοκυραίοι αν αποκτήσουμε ένα iphone που δεν έχουμε ξεχρεώσει ακόμα, ένα λάπτοπ, ένα αμάξι, ένα διαμέρισμα. Και αυτή είναι η παγίδα του καπιταλισμού –πως δίνει σχεδόν σε όλους κάτι να χάσουν, ώστε να έχουν διακύβευμα στη συντήρηση του συστήματος, χωρίς ποτέ να το αμφισβητούν. Ταυτόχρονα όμως, το ίδιο το σύστημα παράγει αναπόφευκτα μια κατηγορία ατόμων που στερείται τα πάντα. Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Και αυτό όχι μόνο το χρεώνουμε στους ίδιους, αλλά και τους τιμωρούμε γι αυτό, επειδή οι ζωές τους έτσι κι αλλιώς δεν θεωρούνται άξιες να βιωθούν. «Πρεζάκια και γκέι δεν είστε αναγκαίοι» φώναζαν άλλωστε οι χρυσαυγίτες που διαδήλωσαν προς συμπαράσταση του κοσμηματοπώλη. Κάποιες ζωές απλά περισσεύουν.
Νομικά το θέμα είναι απλό: Η απόπειρα κλοπής είναι καταδικαστέα. Μόνο που η προβλεπόμενη καταδίκη δεν είναι η σωματική βία, ούτε ο θάνατος. Όσοι επικαλούνται το νόμο, είναι λίγο γελοίο που η νομιμοφροσύνη τους σταματά εκεί. Ή πιστεύεις στο νόμο ή όχι. Η αυτοδικία είναι παράνομη, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες, όπου, ούτε η ζωή κανενός απειλούταν, αλλά ούτε και ο δράστης ήταν πιθανό να διαφύγει. Να το ξανατονίσουμε: ο δράστης δεν απείλησε σε καμία φάση τη ζωή κανενός. Όχι μόνο αυτό, αλλά γρήγορα έγινε προφανές ότι δεν θα κατάφερνε ούτε την περιουσία να του αποσπάσει. Ο κοσμηματοπώλης θα μπορούσε να τον παραδώσει τα επόμενα λεπτά στην αστυνομία και να έχει σχεδόν μηδενικές απώλειες. Φαίνεται όμως ότι δεν του έφτανε αυτό. Ήθελε ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Και την στιγμή που κλωτσούσε τον ανήμπορο να αντιδράσει Ζακ, λίγο φάνηκε να τον ενδιαφέρει αν η εκδίκησή του θα έφτανε μέχρι το θάνατο –όπως είναι πολύ πιθανό να συμβεί όταν κλωτσάς κάποιον επανειλημμένως στο κεφάλι.
Δεν είναι λοιπόν νομικό το ζήτημα, είναι ηθικό. Και γι’ αυτό στην πραγματικότητα, το ερώτημα που θα έπρεπε να είχε τεθεί σε ψηφοφορία είναι: συμφωνείτε να εκδικούμαστε με θάνατο όσους καταπατούν τον ιδιωτικό μας χώρο ακόμα και όταν είναι εμφανές ότι δεν κινδυνεύουμε; Συμφωνείτε να τιμωρούμε με θάνατο όσους αναγκάζονται να κλέψουν για να επιβιώσουν; Συμφωνείτε να προσποιούμαστε ότι όλοι έχουμε ίσες ευκαιρίες, και να κλείνουμε τα μάτια σε όλους αυτούς τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που οδηγούν σε ακραία φτώχεια και απελπισία; Συμφωνείτε πως η ζωή κάποιων μετράει λιγότερο, γιατί έκαναν κάποιες ατυχείς επιλογές με τις οποίες έβλαψαν πρωτίστως τον εαυτό τους; Συμφωνείτε πως αυτά τα περιθωριακά στοιχεία πρέπει να εξοντωθούν έστω και με αυτοδικία, αντί να δημιουργήσουμε έναν κόσμο με συμπόνοια, κατανόηση, και δικαιοσύνη;
Και αν έμαθα κάτι αυτές τις μέρες, είναι πως η απάντηση δεν έχει να κάνει με το πόσο Agaben, πόση Butler, ή πόση κοινωνιολογία έχεις διαβάσει. Έχει να κάνει με την ενσυναίσθηση.
Συμφωνείτε πως είναι η ενσυναίσθηση αυτό που καθορίζει την ανθρωπιά μας;