Θα σας πω ένα μυστικό. Όταν είμαι πάρα πολύ νευριασμένη χρησιμοποιώ την λέξη «μουνόπανο». Οχι, δεν βρίζω κάποιον στην μούρη του έτσι, μπορεί να πω όμως ότι «αυτός ειναι πολύ μουνόπανο» ή «κοίτα τί εκανε το μουνόπανο». Οχι, δεν θεωρώ οτι η περιόδος είναι μίασμα ούτε οτι καθιστά τις γυναικες ακάθαρτες. Γνωρίζω την προέλευση, την ετυμολογία και όλες τις συνδηλώσεις της λέξης. Απλά μου αρέσει όπως γεμίζει στο στόμα, καθώς και το γεγονός οτι ίσως αποτελεί μια μικρή βεβήλωση της «πολιτικής ορθότητας» έτσι ώστε να επικοινωνεί στους άλλους πόσο θυμωμένη είμαι.
Παρολαυτά δεν έχει τύχει μέχρι τωρα να κανσελαριστώ επειδή αποκάλεσα κάποιον μουνόπανο για τον απλό λόγο ότι από τη μία έχω την σύνεση να την χρησιμοποιώ αποκλειστικά μπροστά σε ανθρώπους που δε θα με κρίνουν τόσο αυστηρά, από την άλλη δε θα έφτανα ποτέ να κάνω το φάουλ να επιμείνω στο δικαίωμα να την χρησιμοποιώ σαν μια κάποια αυτονόητη ελευθερία του λόγου πάνω στην οποία θα προκολληθώ και θα γίνει ο λόφος στον οποίο θα πεθάνω. Από τη μία δηλαδή γνωρίζω τους κανόνες που πρέπει να ακολουθείς ώστε να μην φας κανσελ, από την άλλη με ενδιαφέρουν αρκετά ώστε να μην εμπλακώ σε ένα παιχνίδι εγωισμού απλά και μόνο επειδη κάποιος θεώρησε εύλογο να μου κάνει κήρυγμα.
Με λίγα λόγια ανάμεσα στους κανσελαρισμένους και στους ακανσελαριστους δεν υπάρχει μόνο ένα χάσμα αξιών και συμπεριφορών αλλά από τη μία και η γνώση του πολιτικά ορθού savoir vivre και από την άλλη η επιθυμία να μην εξοστρακιστούμε από την συγκεκριμένη κοινότητα. Το πώς να αποφύγεις το κανσελαρισμα είναι ένα περίπλοκο σετ από κανόνες και εμπειρίες που η γνώση τους απότελεί από μονη της πολιτισμικό κεφάλαιο. Η επιθυμία να ανήκεις σε μια κοινότητα ήταν και είναι από τους πιο δυνατούς παράγοντες κοινωνικού ελέγχου και συμμόρφωσης.
Όταν λοιπόν προκτύπτει μια τριβή ή μια διαμάχη θα πρέπει αφενός να θυμόμαστε ότι δεν έχουν όλοι το προνόμιο να μιλούν την γνώσσα του φεμινισμού και των λοιπών κινημάτων, τουλάχιστον όχι σαν να ήταν η μητρική τους. Όπως γράφει και ο Mark Fisher στο «Δραπεντεύοντας από το Κάστρο με τα Βαμπιρ», ένα κείμενο που αφορά αυτό που μάλλον σήμερα ονομάζουμε cancel culture:
«Μόλις το Κάστρο με τα Βαμπίρ ξεκινήσει το κυνήγι μαγισσών, το θύμα (το οποίο συχνά προέρχεται από εργατικό περιβάλλον και δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί στην παθητικο-επιθετική εθιμοτυπία των αστών) μπορεί να οδηγηθεί, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια, στο να χάσει την ψυχραιμία του, επιβεβαιώνοντας έτσι την θέση του ως παρία- σαν ο τελευταίος αναλώσιμος στην κανιβαλική φρενίτιδα.»
Αφετέρου θα πρέπει να θυμόμαστε πως εφόσον το ανήκειν στην κοινότητα παραμένει το πιο δυνατό όπλο, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με μέτρο. Αν καταλήγουμε να διαγράφουμε άτομα που θέλουν να ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο με εμάς, μπορεί η τιμωρία τους να χρησιμοποιείται ως παραδειγματισμός προς τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, ταυτόχρονα όμως χάνουμε πλήρως την επιρροή πάνω τους. Δημιουργούμε έτσι μια κοινότητα βασισμένη στην τιμωρία παρά μια κοινότητα βασισμένη στην εκμάθηση.
Και ποιος θα καθορίσει τότε ποιο ανήκει στο ίδιο στρατέπεδο με εμάς? Αυτή μπορεί να είναι μια εξαιρετικά γόνιμη συζήτηση και ενώ φυσικά είναι αδύνατο να την κλείσουμε εδώ, το σίγουρο είναι οτι δε θα πρέπει το να καταλήγουμε σε ταυτοτικούς ορισμούς -όπως δηλαδή ότι στο ίδιο στρατόπεδο με εμάς ανήκει όποιος δεν έχουμε κανσελάρει.