Έγραψα μία εργασιούλα εξαμήνου πανω στην Εξελικτική Ψυχολογία με την οποία έχω τεράστιο beef, για το μάθημα της Φιλοσοφίας της Βιολογίας. Η κριτική αφορά την ίδια την έννοια της ανθρώπινης φύσης όπως την κατανοεί η Εξελικτική Ψυχολογία , κριτική από καθαρά φιλοσοφική άποψη. Το κατά πόσο οι υποθέσεις της Εξελικτικής Ψυχολογίας υποστηρίζονται από τα δεδομένα είναι μια άλλη πονεμένη (για την ίδια την «Επιστήμη») ιστορία αλλά μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά στο βιβλίο του Buller που αναφέρεται στη βιβλιογραφία. Παρά τα γραμματικά και τυπογραφικά λαθάκια από δω και απο εκεί και κάποιες ελλείψεις στην προσθήκη σελίδων στις βιβλιογραφικές αναφορές ενός άρθρου του Gould που βρήκα online και οχι σε pdf, πήρα 10
Εισαγωγή
H συζήτηση για την ανθρώπινη φύση έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον διανοητών τόσο για τις θεωρητικές όσο και για τις πρακτικές της προεκτάσεις. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνουν οι Kronfeldner, Roughley και Toepfer ( σελ. 642) εξερευνά τα όρια που μας διαχωρίζουν από τα ζώα από την μία πλευρά και τις μηχανές ή τις υπεράνθρωπες οντότητες όπως οι θεοί από την άλλη, σηματοδοτεί δηλαδή μια προσπάθεια κατανόησης που οριοθετείται «από τους βαθύτερους φόβους μας (θηρία) και τις ελπίδες (σωτηρία)». Από την άλλη, η συζήτηση έχει ηθικές και πολιτικές προεκτάσεις εφόσον η ανθρώπινη φύση αναμένεται από κάποιους να λειτουργήσει ως βάση για την ηθική (Hull σελ. 10) ενώ συχνά συνδέεται με την πολιτική αποκλείοντας πχ πληθυσμιακές ομάδες από την ανθρωπινότητα.
Η συζήτηση για την ανθρώπινη φύση επικεντρώνεται τόσο στο τι περιλαμβάνει όσο και στο αν υπάρχει γενικότερα. Για παράδειγμα σε ένα πολυδιαβασμένο άρθρο του ο Hull (1986) απορρίπτει ολοκληρωτικά την ύπαρξη ανθρώπινης φύσης ως ένα συνολο συνθηκών αναγκαίων και ικανών για την συμπερίληψη στο ανθρώπινο είδος ισχυριζόμενος πως αυτό προσκρούει στην ίδια την έννοια της εξελικτικής βιολογίας. Ο Hull απαριθμεί δύο λόγους για την απόρριψη αυτή: αφενός η μεταβλητότητα και η ποικιλία είναι η ίδια η βάση της εξέλιξης με την έννοια της εξελικτικής βιολογίας, αφετέρου είναι αδύνατο να ορίσουμε κάποια έννοια «κανονικότητας» ακριβώς επειδή η εξέλιξη υπαγορεύει την ύπαρξη διαφορετικών εξελικτικών μονοπατιών για κάθε χαρακτηριστικό.
Άλλοι συγγραφείς (πχ Machery, 2008) βέβαια ισχυρίζονται ότι η παραπάνω θέση αποκρούει μόνο μια ουσιοκρατική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης και έχουν επιχειρήσει να προτείνουν διαφορετικές μορφές, όχι απαραίτητα ως χαρακτηριστικά που διαθέτει ανεξαιρέτως κάθε άνθρωπος η ως αναγκαία συνθήκη για να θεωρείται κάποιος άνθρωπος.
Στη συγκεκριμένη εργασία θα εστιάσουμε συγκεκριμένα στην θέση της εξελικτική ψυχολογία περί ανθρώπινης φύσης και στις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από δύο συγγραφείς. Για τις θέσεις της εξελικτικής ψυχολογίας θα εστιάσουμε κυρίως στους συγγραφείς Tooby και Cosmides ενώ οι αντιρρήσεις που θα εξεταστούν είναι του Gould και του Buller. Η βασική υπόθεση του δοκιμίου είναι ότι η ύπαρξη ανθρώπινης φύσης που υιοθετείται από την εξελικτική ψυχολογία κρίνεται εν τέλει ως αβάσιμη καθώς προσκρούει σε βασικές αρχές της εξελικτικής βιολογίας.
Η Θέση της Εξελικτικής Ψυχολογίας για την Ανθρώπινη Φύση
Η βασική θέση της εξελικτικής ψυχολογίας για την ανθρώπινη φύση είναι πως υπάρχει μια οικουμενική ανθρώπινη φύση η οποία βασίζεται στο σύνολο των πολύπλοκων ψυχολογικών μηχανισμών που είναι χαρακτηριστικοί του είδους μας (Tooby Cosmides , 1990, σελ. 17). Η εξελικτική ψυχολογία υπερασπίζεται την καθολικότητα της φύσης αυτής κόντρα στην παρατήρηση τόσο της πολιτισμικής ποικιλίας όσο και της ατομικής διαφορετικότητας. Όσον αφορά την πολιτισμική ποικιλία, οι υπερασπιστές της ισχυρίζονται (Cosmides, Tobby και Barkow, σελ. 5), πως η καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης «υπάρχει κυρίως στο επίπεδο των εξελιγμένων ψυχολογικών μηχανισμών, όχι των εκφραζόμενων πολιτισμικών συμπεριφορών» και άρα «η πολιτισμική μεταβλητότητα είναι όχι μια πρόκληση για τους ισχυρισμούς της καθολικότητας αλλά μάλλον δεδομένα που μπορούν να δώσουν μια εικόνα για τη δομή των ψυχολογικών μηχανισμών που βοήθησαν στη δημιουργία της». Όσον αφορά την διαφορετικότητα των ατόμων, ισχυρίζονται πως αφενός δεν είναι όλα τα χαρακτηριστικά προσαρμογές, αφετέρου υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην έμφυτη ψυχολογία του ατόμου κι αυτής που εν τέλει εκδηλώνεται κατ’αναλογία του γονότυπου και του φαινότυπου. Όπως το θέτουν οι Tooby και Cosmides (1990, σελ. 23):
“Αν κάποιος πιστεύει σε μια παγκόσμια ανθρώπινη φύση, όπως εμείς, παρατηρεί εκδηλούμενες ψυχολογίες, χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές που διαφέρουν μεταξύ ατόμων όσο και πολιτισμών και τα βλέπει ως το προϊόν μιας κοινής, υποκείμενης εξελιγμένης έμφυτης ψυχολογίας, που λειτουργεί υπό διαφορετικές συνθήκες. Η αντιστοίχιση μεταξύ του έμφυτου και αυτού που εκδηλώνεται λειτουργεί σύμφωνα με αρχές έκφρασης που προσδιορίζονται στους έμφυτους ψυχολογικούς μηχανισμούς ή σε έμφυτα αναπτυξιακά προγράμματα που διαμορφώνουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Η έκφραση αυτή μπορεί να διαφέρει μεταξύ των ατόμων όταν διαφορετικά περιβαλλοντικά δεδομένα εισάγονται στις ίδιες διαδικασίες και παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα».
Την θέση περί ανθρώπινης φύσης ως σύνολο προσαρμογών συνοδεύει η υπόθεση «ότι η εξελιγμένη δομή του ανθρώπινου μυαλού είναι προσαρμοσμένη στον τρόπο ζωής των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Πλειστόκαινου περιόδου, και όχι απαραίτητα στις σύγχρονες περιστάσεις (σελ. 5). Οι υποστηρικτές της δικαιολογούν αυτή την υπόθεση ως εξής: εφόσον οι δυνάμεις της φυσικής επιλογής είναι μια πολύ αργή διαδικασία και ο ιστορικός χρόνος που έζησε το είδος μας σε αγροτικές, πόσο μάλλον στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες είναι ελάχιστος σε σχέση με τα δύο εκατομμύρια χρόνια που έζησαν οι πρόγονοί μας ως τροφοσυλλέκτες, οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που διαθέτουμε θα έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες που βίωσαν οι πρόγονοί μας κατά την Πλειστόκαινο εποχή (Cosmides, Tooby και Barkow, 1992, σελ. 5).
Οι συγγραφείς ορίζουν την ανθρώπινη φύση ακριβώς ως το παραπάνω σύνολο έμφυτων ψυχολογικών μηχανισμών και αναπτυξιακών προγραμμάτων. Ένα από τους βασικούς λόγους που επικαλούνται για να υπερασπιστούν την καθολική φύση των παραπάνω μηχανισμών είναι πως ο σεξουαλικός ανασυνδυσαμσός (sexual recombination) με την έμφυλη αναπαραγωγή διασπά το γονιδίωμα και επανα-συνδυάζει τα γονίδια σε τυχαία σειρά. Επομένως, εάν απαιτείται μια σύνθετη σειρά αλληλοεξαρτώμενων προσαρμογών, όπως υποθέτουν ότι είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί, ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος συντονισμός είναι όλα τα μέρη του να υπάρχουν σε κάθε άτομο ενός συγκεκριμένου είδους (Tooby και Cosmides, 1990, σελ. 45). Οι μηχανισμοί λοιπόν είναι κοινοί ενώ το αποτέλεσμα μπορεί να αλλάζει είτε μέσω ενός γενετικού διακόπτη (genetic switch) είτε ενός περιβαλλοντικού σήματος (environmental cue).
Ένα άλλο επιχείρημα που επικαλούνται προς υπεράσπιση της καθολικότητας των εν λόγω ψυχολογικών μηχανισμών είναι το λεγόμενο επιχείρημα του εγχειριδίου ανατομίας (Grey’s anatomy όπως το αποκαλούν άλλου ερευνητές): όπως και όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινή ανατομία διαφέροντας μόνο ποσοτικά ως προς το μέγεθος των οργάνων τους, έτσι και τα ψυχολογικά μας όργανα πρέπει να έχουν μία ενιαία μορφή (Tooby και Cosmides, σελ. 29-30).
Η κριτική του Gould
Η βασική αντίρρηση του Gould στην εξελικτική ψυχολογία εκκινεί από μια γενικότερη αντίθεση σε αυτό που ονομάζει «υπερ-δαρβινισμό» (ultra-Darwinism) δηλαδή στην υπερβολική προσκόλληση των εξελικτικών βιολόγων στην φυσική επιλογή ως σχεδόν μοναδική δύναμη που κινεί την εξέλιξη. Ο Gould (1997) διαχωρίζει τους «φονταμενταλιστές Δαρβινιστές» από τους πλουραλιστές. Οι πρώτοι «απολαμβάνουν την πεποίθηση ότι ένας γενικός νόμος -η κεντρική αρχή της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου- μπορεί να εξηγήσει πλήρως την πολυπλοκότητα των αποτελεσμάτων», σε συνδυασμό με βοηθητικές αρχές, όπως η σεξουαλική επιλογή, που ενισχύουν το ρυθμό και τη δύναμή της. ΟΙ δεύτεροι αποδέχονται τη φυσική επιλογή ως πρωταρχική αρχή ( πραγματικά primus inter pares), αλλά στη συνέχεια αναγνωρίζουν ότι ένα σύνολο πρόσθετων νόμων, καθώς και ένας μεγάλος ρόλο για τα απρόβλεπτα ενδεχόμενα της ιστορίας, πρέπει επίσης να επιστρατευθούν για να εξηγήσουν τα βασικά πρότυπα και τις κανονικότητες των εξελικτικών οδών της ζωής». H λογική της προσαρμοστικότητας είναι, όπως το θέτει, το «μοιραίο λάθος» της εξελικτικής ψυχολογίας στην παρούσα μορφή της.
Κόντρα λοιπόν στην τάση να βλέπουμε τα πάντα ως προσαρμογές, αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής, ο Gould (1991, σελ. 46).προτείνει τον όρο «εξαρμογή» ( «exaptation») δηλαδή «χαρακτηριστικά που τώρα ενισχύουν τη αρμοστικότητα, αλλά δεν έχουν κατασκευαστεί από τη φυσική επιλογή για τον τρέχοντα ρόλο τους». Τα χαρακτηριστικά αυτά χτίζονται για άλλους λόγους και στη συνέχεια «καταλαμβάνονται» (co-opted) από μια νέα χρήση, μιλάμε δηλαδή για «οικειοποίηση». Τα οικειοποιούμενα αυτά χαρακτηριστικά μπορεί είτε να έχουν κατασκευαστεί από την φυσική επιλογή για κάποια διαφορετική λειτουργία, είτε να μην προέκυψαν για απολύτως κανένα προσαρμοστικό σκοπό (σελ. 47).
Στην περίπτωση της εξελικτικής ψυχολογίας αλλά και της κοινωνιοβιολογίας, ο Gould θεωρεί το ανθρώπινο μυαλό ως το κατεξοχήν παράδειγμα εξαρμογής. Δέχεται ότι το μεγάλο μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, όμως αυτό δε σημαίνει ότι οτιδήποτε μπορεί να κάνει ο μεγεθυμένος εγκέφαλος πρέπει να είναι άμεσο προϊόν της φυσικής επιλογής που έχτισε αυτή τη δομή. Όπως το θέτει (1991, σελ. 57) «Η φυσική επιλογή έχτισε τον εγκέφαλο. Ωστόσο, λόγω της δομικής πολυπλοκότητας που παράγεται, ο ίδιος εγκέφαλος μπορεί να εκτελέσει μια πληθώρα εργασιών που μπορεί αργότερα να βρίσκονται στο επίκεντρο της κουλτούρας, αλλά αυτά είναι παραπροϊόντα παρά στόχοι της αρχικής φυσικής επιλογής». Ως παράδειγμα αναφέρει την ανάγνωση και την γραφή που αναπτύχθηκαν πολύ μετά την δημιουργία της σημερινής δομής του ανθρώπινου εγκεφάλου, την θρησκεία που θεωρεί απόρροια της συνειδητοποίησης της θνητότητάς μας (σελ. 58) αλλά και την γλώσσα, που δεν θεωρεί ως απλή συνέχιση των αντιληπτικών δυνατοτήτων άλλων πρωτευόντων (σελ. 60)
Για τον Gould η έννοια της εξαρμογής και των spandrels προσφέρουν μια κατηγορηματική διάψευση της κοινωνιοβιολογίας -κριτική που επεκτείνει αργότερα και στην εξελικτική ψυχολογία. «Εάν, καταρχήν, τα πιο πολιτιστικά χρήσιμα χαρακτηριστικά του εγκεφάλου είναι εξαρμογές και όχι προσαρμογές, τότε δεν μπορούν να εξηγηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος της κοινωνιοβιολογικής έρευνας».
Ο Gould (1997) επαινεί την εξελικτική ψυχολογία η οποία σε αντίθεση με την κοινωνιοβιολογία, αναγνωρίζει πως κάποιες από τις εξέχουσες και καθολικές ανθρώπινες συμπεριφορές «μπορεί να είναι τραγικά αντίθετες με τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και μπορεί ακόμη και να οδηγήσουν στην καταστροφή μας». Αντί όμως αυτό να οδηγεί στην αναγνώριση πως οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι προσαρμογές, η εξελικτική ψυχολογία «οδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση, διαστρέφοντας την παρατήρηση ότι η συμπεριφορά των σύγχρονων ανθρώπων μπορεί να μην έχει απαραίτητα προσαρμοστική αξία σε έναν ακόμη πιο δογματικό, και ακόμη λιγότερο επιστημονικά ελεγχόμενο, παν-προσαρμοστικό ισχυρισμό», ότι δηλαδή η προσαρμοστική αξία υφίστατο σε ένα πολύ παλιότερο προγονικό περιβάλλον. Καθώς έχουμε ελάχιστα στοιχειά για το πως ζούσαν οι πρόγονοί μας εκατομμύρια χρόνια πριν, ο Gould θεωρεί πως η κύρια στρατηγική που προτείνουν οι εξελικτικοί ψυχολόγοι για τον εντοπισμό της προσαρμογής είναι αδύνατο να επαληθευτεί και επομένως είναι αντιεπιστημονική αφού δεν βασίζεται παρά σε εικασίες.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω για τον εγχείρημα του ορισμού της ανθρώπινης φύσης ως ένα σύνολο ψυχολογικών προσαρμογών; Για τον Gould “η ανθρώπινη μοναδικότητα, η ανθρώπινη δύναμη, η ανθρώπινη φύση η ίδια, έγκειται στις συνέπειες» του μεγαλύτερου εγκεφάλου (σελ. 59). Και καθώς οι συνέπειες αυτές δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, δεν μπορούν να μελετηθούν εξετάζοντας την λειτουργία τους ως τέτοιες.
Η κριτική του Buller
Η κριτική του Buller στην θέση της εξελικτικής ψυχολογίας περί ανθρώπινης φύσης διατυπώνεται στο βιβλίο του «Adapting Minds: Evolutionary Psychology and the Persistent Quest for Human Nature». Όπως φαίνεται και από τον τίτλο ο συγγραφέας αντιπαραθέτει το “adapting”( προσαρμοζόμενο) στο adapted (προσαρμοσμένο) που βρίσκουμε στον συλλογικό τόμο Adapted mind:Evolutionary Psychology and the Generation of Culture όπου αναπτύσσονται βασικές θέσεις της εξελικτικής ψυχολογίας. O Buller δεν φαίνεται να πείθεται από την κριτική του Gould καθώς κατηγορεί την έννοια της εξαρμογής για το ίδιο παράπτωμα που κατηγορεί ο τελευταίος την εξελικτική ψυχολογία: για αδυναμία επαλήθευσης. Ωστόσο υποστηρίζει και ο ίδιος ότι «η ιδέα μιας καθολικής ανθρώπινης φύσης είναι βαθιά αντιθετική προς μια πραγματικά εξελικτική αντίληψη του είδους μας» και «μια πραγματικά εξελικτική ψυχολογία θα πρέπει να εγκαταλείψει την αναζήτηση για την ανθρώπινη φύση και μαζί της κάθε προσπάθεια ανακάλυψης συμπαντικών νόμων του ανθρώπου ψυχολογία» (σελ. 419).
Μια γραμμή επιχειρημάτων του Buller ακολουθεί την γραμμή συγγραφέων όπως ο Hull κατακρίνοντας τις ουσιοκρατικές προσεγγίσεις της έννοιας των ειδών γενικότερα. Ο Buller καταρχάς υποστηρίζει πως δεν μπορούμε να ορίσουμε όχι μόνο ένα «κανονικό» μέλος ενός είδους ώστε να αναμένουμε τι χαρακτηριστικά θα φέρει αυτό «κανονικά» αλλά ούτε το «φυσικό περιβάλλον» στο οποίο αναπτύχθηκε μια προσαρμογή. Στην συνέχεια επιτίθεται στην ίδια την έννοια του βιολογικού είδους ως «φυσικό είδος» και τάσσεται με την άποψη που το προσεγγίζει ως «άτομο» (individual). Σε αντίθεση δηλαδή με τα χημικά στοιχεία που ορίζονται από συγκεκριμένες ιδιότητες, τα βιολογικά είδη μοιάζουν περισσότερο με τα κύτταρα που συναπαρτίζουν έναν οργανισμό, με ένα είδος να συναπαρτίζεται από όλα τα μέλη του.
Υπό αυτή την έννοια τα είδη χαρακτηρίζονται όχι τόσο από τις μοναδικές ιδιότητες που μοιράζονται όσοι οργανισμοί ανήκουν σε αυτό αλλά από την κοινή τους γενεαλογία που τα τοποθετεί σε συγκεκριμένο σημείο τους δέντρου της εξέλιξης. Για το λόγο αυτό «τα κοινά χαρακτηριστικά δεν είναι καθοριστικά του ανήκειν στο ίδιο είδος, είναι παρεμπίπτοντα του ανήκει στο ίδιο είδος» (Buller, σελ. 450). Και εφόσον «οι οργανισμοί ανήκουν στο ίδιο είδος λόγω του ότι βρίσκονται σε ένα κοινό γενεαλογικό πλέγμα» και «δεν χρειάζεται να υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά από όλους τους οργανισμούς που ανήκουν σε ένα είδος», όλο το εγχείρημα της εξελικτικής ψυχολογίας να ορίσει τα κοινά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους είναι αβάσιμο.
Ένα άλλο βασικό επιχείρημα του Buller είναι πως η αναλογία ανατομίας και ψυχολογικών μηχανισμών που επικαλούνται οι Tooby και Cosmides είναι άστοχη: η πρώτη έχει κληθεί να προσαρμοστεί σε χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος που είναι σχετικά σταθερά ενώ το ανθρώπινο μυαλό έχει εξελιχθεί ώστε να ανταποκρίνεται σε γοργά μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος. Επιπλέον οι βασικές πιέσεις επιλογής (selection pressures) που καθοδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος της εξέλιξης της ανθρώπινης νοημοσύνης προήλθε κυρίως από την ανθρώπινη κοινωνική ζωή η οποία απέχει πολύ από το να είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό αλλά αντιθέτως χαρακτηρίζεται από συμπεριφορικές διακυμάνσεις. Άρα, συμπεραίνει ο Buller “η πιο προσαρμοστική απάντηση στις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής εξαρτάται από τις στρατηγικές συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων στον πληθυσμό.» Αυτό δημιουργεί το είδος της επιλογής που εξαρτάται από την συχνότητα των χαρακτηριστικών των υπόλοιπων ατόμων του είδους (frequency dependent selection) δηλαδή ευνοεί μια συγκεκριμένη αναλογία διαφορετικών χαρακτηριστικών διάσπαρτων στο ίδιο είδος και όχι ένα και μόνο επικρατούν χαρακτηριστικό (σελ. 426).
Τέλος, σε ένα άλλο σημαντικό επιχείρημα του ο Buller επιτίθεται στην ανάδειξης των προσαρμογών ενός είδους ως πιο σημαντικών από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους και την ταύτισή τους με την ίδια την φύση τους είδους. Δεν υπάρχει κάτι στα χαρακτηριστικά που επικράτησαν ως προσαρμογές που τα κάνει πιο καθοριστικά από αυτά που για παράδειγμα επικράτησαν εξαιτίας τυχαιότητας σε μικρότερους πληθυσμούς (drift to fixation) καθώς ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό που αναπτύχθηκε έτσι θα ήταν εξίσου αποτελεσματικό στην πρόκληση συμπεριφοράς με ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό που καθορίστηκε από την επιλογή (σελ. 472). Επομένως το να αποδίδεις προνομιακή θέση στις προσαρμογές ώς «πιο φυσικές» από άλλα χαρακτηριστικά δεν έχει καμία βάση στην εξελικτική θεωρία. Όπως λέει δηκτικά «το να βλέπεις τις προσαρμογές ως ‘κεντρικές’ στη ‘φύση’ ενός οργανισμού, με τρόπο που δεν είναι οι μη προσαρμογές, σημαίνει να υιοθετήσεις αυτό που ο φιλόσοφος της βιολογίας Peter Godfrey-Smith αποκαλεί μια μορφή φυσικής θεολογίας» Αποκαλείται έτσι γιατί «μια κεντρική εστίαση στις προσαρμογές είναι ένα θεωρητικό απομεινάρι της θεολογικής κοσμοθεωρίας που κυριαρχούσε πριν από την ανάπτυξη της εξελικτικής θεωρίας» (σελ. 472).
Η κριτική αυτή εκκινεί από το πασίγνωστο επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού, το επιχείρημα του σχεδιασμού. Σύμφωνα με αυτό, όπως αναπτύχθηκε από τον Paley, όπως αν βρίσκαμε ένα ρολόι στην φύση θα υποθέταμε την ύπαρξη ενός σχεδιαστή, έτσι και η ύπαρξη πολύπλοκων κατασκευών στην φύση συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης Θεού. Ωστόσο, παρόλο που η φυσική επιλογή κατάφερε να ερμηνεύσει την ύπαρξη τέτοιων πολύπλοκων σχεδίων, η φυσική επιλογή κάνει πολύ περισσότερα από το να οδηγεί στην διαμόρφωση βέλτιστων χαρακτηριστικών ενώ εξελικτική θεωρία γενικότερα κάνει πολύ περισσότερο από το να εξηγεί την ύπαρξη πολύπλοκων οργάνων και μηχανισμών, όπως για παράδειγμα να εξηγεί την εξαφάνιση των ειδών. Επομένως η εστίαση στο πρόβλημα των πολύπλοκων σχεδιασμών αντανακλά τα ενδιαφέροντα του Paley ενώ «η διατήρηση της εστίασης στο πρόβλημα του σύνθετου σχεδιασμού σημαίνει υιοθέτηση του νατουραλισμού, αλλά μόνο στο πλαίσιο της φυσικής θεολογίας. Είναι σαν να βλέπουμε τη σημασία της εξελικτικής θεωρίας μέσα από έναν φακό που βασίστηκε στους φυσικούς θεολόγους» (σελ. 475).
Επιπλέον, η έμφαση της Εξελικτικής Ψυχολογίας στην ψυχολογικούς μηχανισμούς που έχουν ήδη αναπτυχθεί τους αντιμετωπίζει σαν τελικά προϊόντα όπως το ρολόι στην μεταφορά του Paley (σελ. 478). Στην πραγματικότητα όμως οι όποιοι ψυχολογικοί μηχανισμοί έχουν αναπτυχθεί στο είδος μας δεν είναι παρά προσωρινοί και ενδεχομενικοί. Όταν λάβουμε όμως υπόψη μας πως η εξέλιξη είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται, «θα αναγνωρίσουμε ότι η εξέλιξη δεν έχει τελειώσει μαζί μας ακόμα, και οι τρέχουσες προσαρμογές μας δεν θα φαίνονται πλέον ως περισσότερο καθοριστικές της «φύσης» μας απ’ό,τι παρελθούσες ή μελλοντικές προσαρμογές.». Με το τελευταίο αυτό επιχείρημα ο Buller κάνει ακόμα πιο εμφανή και την επιλογή να δώσει στο βιβλίο του τον τίτλο «προσαρμοζόμενο μυαλό» σε αντιπαραβολή με το «προσαρμοσμένο» μυαλό των εξελικτικών ψυχολόγων, που παρουσιάζει το μυαλό μας ως ένα τελικό προϊόν.
Συμπέρασμα
Βλέπουμε ότι η συζήτηση περί ανθρώπινης φύσης που διαμορφώνεται γύρω από τη θέση της εξελικτικής ψυχολογίας άπτεται ευρύτερων ζητημάτων της φιλοσοφίας της Βιολογίας, όπως για παράδειγμα η φύση των ειδών γενικότερα. Από αυτή την άποψη η Εξελικτική Ψυχολογία δεν έχει καταφέρει να αποφύγει ουσιοκρατικές απόψεις ακόμα και όταν αναγνωρίζει την ποικιλομορφία των ανθρώπων και των ανθρώπινων πολιτισμών.
Επιπλέον γίνεται προφανές τόσο από την κριτική του Gould όσο και του Buller ότι η εξελικτική ψυχολογία ταυτίσει την ανθρώπινη φύση με τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ενώ όμως ο Gould θεωρεί ότι οι περισσότερες λειτουργείς του εγκεφάλου δεν είναι έτσι κι αλλιώς αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, ο Buller εφιστά την προσοχή στο ότι ακόμα και αν είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, δεν καθιστά αυτούς τους μηχανισμούς περισσότερο «φυσικούς» και άρα στον πυρήνα της φύσης μας από άλλα τυχαία γνωρίσματα του είδους. Ενώ και οι δύο ερευνητές παρουσιάζουν πειστικά επιχειρήματα, η κριτική του Gould φαίνεται να απευθύνει καλύτερα στην τάση της εξελικτικής ψυχολογίας να λειτουργεί αυτό-επιβεβαιωτικά, συχνά εν είδει κυκλικής λογικής (Simon, 2018)
Βιβλιογραφία
Buller, David J. (2006). Adapting Minds: Evolutionary Psychology and the Persistent Quest for Human Nature. Bradford.
Cosmides, Leda, John Tooby, and Jerome H. Barkow (1992). Introduction: Evolutionary Psychology and Conceptual Integration. In J. H. Barkow, L. Cosmides, and J. Tooby (eds.), The Adapted Mind: Evolutionary Psychology and the Generation of Culture (pp. 3–15). New York: Oxford University Press
Gould, Stephen Jay (1991). Exaptation: A Crucial Tool for an Evolutionary Psychology. Journal of Social Issues 47: 43–65.
Gould, Stephen Jay (1997). Evolution: The Pleasures of Pluralism. New York Review of Books 44(11): 47–52.
Hull, David L. (1986). On Human Nature. PSA: Proceedings of the Biennial Meeting of the Philosophy of Science Association 1986:3-13.
Kronfeldner, Maria ; Roughley, Neil & Toepfer, Georg (2014). Recent work on human nature: Beyond traditional essences. Philosophy Compass 9 (9):642-652.
Machery, Edouard (2008). A plea for human nature. Philosophical Psychology 21 (3):321 – 329.
Simón, A. (2018). Will evolutionary psychology become extinct? Evolutionary psychology as the Leaning Tower of Pisa. Journal of Human Behavior in the Social Environment, 28(7), 928–935. https://doi.org/10.1080/10911359.2018.1482810
Tooby, John, and Leda Cosmides (1990a). On the Universality of Human Nature and the Uniqueness of the Individual: The Role of Genetics and Adaptation. Journal of Personality 58: 17–67.
