Χθες οι αναρχικοί και κάποιοι ακόμα δεν δέχτηκαν να καθίσουν κάτω όταν ένα κομμάτι των διοργανωτών προέτρεψε το πλήθος σε καθιστική διαμαρτυρία κι αυτό καθόλου δεν άρεσε σε όσους πήγαν στη συγκέντρωση για φέρουν τους πολιτικούς μας σε δύσκολη θέση και να τους πιάσουν στο φιλότιμο. Τι να κάνουμε, δεν βλέπουν όλοι τις μαζικές πορείες και τις συγκεντρώσεις σαν μια περφορμανς που απευθύνεται σε έναν φανταστικό κριτή ο οποίος άπαξ και αποφασίσει ότι εμείς έιμαστε οι καλοί, θα μας δώσει αυτό που ζητάμε. Ούτε όλοι πιστεύουν οτι αυτό που κατά βάθος ζητάμε είναι η συμβολική αναγνώριση, οι ηθικές νίκες και οι μικρές παραχωρήσουλες.
Αυτη η αντίλψη πείναι πολύ διάχυτη και στον φιλελέ φεμινισμό αφού μας έκαναν να πιστέψουμε πως αν δείξουμε δημόσια το πόσο υποφέρουν οι γυναίκες, αν δείξουμε πόσο συχνά κακοποιούνται ή δολοφονούνται εξαιτίας της πατριαρχίας, πόσο επηρεζει όλες τις πτυχές της ζωής μας, τότε ο ίδιος κριτής θα μας λυπηθεί και θα μας δώσει το δίκιο. Έτσι όπως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Charlie Kirk,η πολιτική γίνεται ένας αγώνας να δείξουμε σε κάποιον που στέκεται πάνω ή πέρα από εμας, ότι εμείς είμαστε οι καλοί, οι υπεράνω, οι ευάλωτοι. Όλες οι κινητοποιήσεις, οι συγκεντρώσεις, οι πορείες, οι δράσεις μετατρέπονται έτσι σε ένα θέατρο που απευθύνεται σε αυτή την ευαισθησία του φανταστικού μας κριτή. Σε αυτό το πλαίσιο η καθιστική διαμαρτυρία έχει πολύ συγκεκριμένες συνδηλώσεις και εξυπηρετεί ακριβώς στο να δείξει ότι εμείς όχι μόνο δεν ήρθαμε να απαιτήσουμε, ίσα ίσα δεν θέλουμε καν να αφήσουμε την υπόνοια ότι μπορεί να θέλουμε και να γλιτώσουμε το ξύλο αν μας αξίζει. Θα κάτσουμε κάτω και θα υποστούμε καρτερικά την μοίρα μας και αν μας χτυπήσουν χωρίς να φταίμε σε κατι τότε το χειρότερο γι αυτούς γιατι θα εκτεθούν σε αυτόν τον φανταστικό κριτή.
Ε τι να κάνουμε οι αναρχικοί και κάποια κομμάτι του κινήματος έχουν άλλη αντίληψη για τις πορείες και την πολιτική γενικότερα. Οι παραπάνω τακτικές βέβαια δεν είναι εντελώς άχρηστες, μπορούν να πιάσουν σε ενα δικαστήριο, σε μία σχολική τάξη, όταν θες οι γονείς σου να τιμωρήσουν τον αδερφάκι σου και όχι εσένα, ή οταν θες να σου πάρουν παγωτό επειδή ησουν καλό παιδί. Σε ολες τις περιπτώσεις δηλαδή που εκτυλίσσονται με δεδομένη ιεραρχία και θες να καλοπίασεις την εξουσία.
Αυτή η σύγκρουση αντιλήψεων έκανε πάλι χθες κάποιους να βγάλουν τους αναρχικούς προβοκάτορες πέρα από κάθε λογική και αποδεικνύοντας ότι τελικά δεν εχουν καν πρόβλημα με την βία των μεθόδων τους, έχουν πρόβλημα με το ότι αυτοί δεν δέχονται να παίξουν το παραπάνω παιχνίδι -έχουν πρόβλημα και με την αισθητική τους καθώς τα κράνη που φοράνε για την αυτοάμυνά τους και ο μάσκες για να μην εκτίθενται στο Κράτους και τους φασίστες δείχνουν κάπως εριστκα και χαλάνε την εικόνα του καλού παιδιού. Άλλωστε τι έχουν να φοβηθούν, όποιος λέει αλήθεια έχει το θεό βοήθεια δε λέμε?
Αυτό το πρόβλημα έχει δυστυχώς ανακύψει πιο έντονα στην περίπτωση των συγκεντρώσεων που έχουν σχέση με τα Τέμπη ακριβώς γιατί ένα κομμάτι του πληθυσμού βλέπει αφενός το αρχικό γεγονός κατά βαθος ως μια ‘τραγωδία», αφετέρου ως ένα οικογενειακό δράμα που αφορά όχι όλα εμάς των οποίων η ζωή απαξιώνεται de facto από το Κράτος και το Κεφάλαιο, που από τύχη δεν ήμασταν στο τρένο, αλλά κυρίως τους συγγενείς των θυμάτων στους οποίους οφείλουμε να συμπαρασταθούμε διακριτικά. Το ζήτημα έτσι αποπολιτικοποιείται και γίνεται κάτι μεταξύ κηδείας και μνημοσυνου.
Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν η χθεσινή εικόνα είναι ενθαρρυντική: σε μια πολιτική σκηνή την οποία έχει αλώσει ο φιλελευθερισμός και η μιζέρια, κάποιοι ακόμα στέκονται ακόμα όρθιοι.
Ο λόγος που τόσος κόσμος έχει σοκαριστεί επειδη έχουμε κατουρηθεί στα γέλια που ένας φασίστας έφαγε σφαίρες στο λαιμό την ώρα που έκανε την ρατσιστικη ομιλιά του είναι κυρίως η αισθητικοποίηση της πολιτικής, Η φιλελεύθερη αντίληψη περί πολιτισμένου διαλόγου δίνει έμφαση στους καθώς πρέπει τρόπους, στα προσωπικά αισθήματα και την ατομική ηθική βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τη συστημικότητα της πολιτικής που παράγεται σε κεντρικό επίπεδο. Η βία του συστήματος γίνεται αόρατη αφού όλοι σοκαριζόμαστε από την βία των λεξεων και των εικόνων.
Έτσι λογίζεται συχνά ότι οι αναρχικοί, οι αριστερές, οι κομμουνιστές, οι φεμινίστριες και οι άνθρωποι των κινημάτων είναι αναρχικοί, αριστερές, κομμουνιστές, φεμινίστριες κτλ λόγω κάποιας ηθικής ανωτερότητας, ότι είναι απλά «καλοί» και ευαίσθητοι άνθρωποι, ευγενικοί και με καλή ανατροφή, από ζεστά όλο θαλπωρή σπιτικά, που ανατριχιάζουν με την βία, σε αντίθεση με τους απολίτιστους ούγκανους της ακροδεξιάς. Η Αριστερά έχει γίνει συνώνυμο με τα λεπτά συναισθήματα και τα καλοδιατυπωμένα επιχειρήματα σε αντίθεση με την σκληρότητα και την ανορθογραφια δεξιών. Η Αριστερά καμια φορά σχεδόν οικειοποιείται την χριστιανική ηθική, και μετά επιδίδεται σε ένα μάταιο αγώνα να αναδειξει την αντίφαση, ότι η αριστεροί είναι πιο κοντά στην διδασκαλιά του Ιησου από τους Έλληνορθοδοξους πατριώτες ή τους ρατσιστες προτεσταντες που δεν αγαπούν τον πλησίον τους λες και το πρόβλημα είναι ότι οι τελευταίοι δεν έχουν διαβάσει προσεκτικότερα την Κενή Διαθήκη.
Σε αυτό βέβαια είναι συνένοχη και η ιδια φιλελευθεροποιημένη προοδευτική μερίδα της κοινωνίας που εχει ταυτίσει τους αγώνες με ένα αίσθημα απέραντης ενοχικότητας -όσο πιο ενοχικά νιώθεις και όσο πιο εύκολα τριγκάρεσαι τοσο πιο αγνός αγωνιστής είσαι- και προσωπικής ηθικής ανωτερότητας. Είμαστε στην σωστή πλευρά της ιστορίας και θα νικήσουμε χωρίς να χρειαστεί να ασκήσουμε βία γιατί είμαστε καλύτεροι άνθρωποι . Αν χάσουμε αυτό το ηθικό πλεονέκτημα, θα αξίζει καν η νίκη στους ταξικούς μας αγώνες ή μήπως θα γίνουμε «ίδιοι» με αυτούς που μας εκμεταλλεύονται επειδή είναι κακοί και άπληστοι άνθρωποι ή σαν τους φασίστες που σκοτώνουν οποιον διαφωνεί μαζί τους?
Φυσικά ο ίδιος ο φασίστας μακαρίτης Charlie -όπως και άλλοι όπως ο Σαπίρο και διαφορες περσόνες της ακροδεξιάς -διέψευδε επίσης αυτό το δίπολο καθώς εστεκαν υποτίθεται υπερ του «διαλόγου» -ενός διαλόγου φυσικα στημένου που δεν μπορούσαν να χάσουν αφού έτσι κι αλλιώς στόχος ήταν η γελιοποίηση των αντιπαλων τους. Αυτή η υπερβολική έμφαση στον διαλογο βέβαια δεν σημαίνει καμία τρομερή φιλοσοφική εκλέπτυνση των επιχειρημάτων, είναι απλα η διαμεσολάβηση της πολιτικής από καλοσκηνοθετημένες εικόνες διαβασμένων ανθρώπων της ελίτ που ανταλλάζουν απόψεις σε πάνελ, χωρίς να υψώνουν τον τόνο της φωνής τους, σε χώρους αποστειρωμένους και «ουδέτερους», κάπου μακριά από εκεί που λαμβάνει χώρα η καθημερινή συστημική βία. Η εμμονή με την «ελευθερία της έκφρασης» να προσθέσουμε δεν έχει κανένα ιδιαίτερο νόημα εντός ενός συστήματος που έτσι κι αλλιώς το Κράτος και το Κεφάλαιο διαθέτουν υπεροπλια των μέσων να προπαγανδίσουν και να επιβάλλουν την «αποψη» τους ως κανονικότητα. Τα πάντα είναι απλά ένα θέατρο που δίνει την εντύπωση ότι νικάει ο πιο άξιος, αυτός που καταφέρνει να πείσει τους περισσότερους.
Βαριέμαι φρικτά ολες αυτές τις απολίτικες εκκλήσεις για ενσυναίσθηση και civility από ανθρώπους που χέζονται πάνω τους μην κλιμακωθουν τα πράγματα γιατί νιωθουν ακόμα υπερβολικά άνετα με το τρέχον επίπεδο βιας. Αν φοβόμαστε ότι θα τις φάμε, αυτός είναι λόγος να οργανωθούμε καλύτερα, όχι να εγκαλούμε τους άλλους να κάτσουν ήσυχα ούτε να διακηρύσσουμε πόσο κατά της βίας είμαστε. Γι αυτο γουστάρω που η Αναρχία τουλαχιστον κάνει embrace την χρηση βίας αψηφώντας αυτή την ασφυκτική φιλελέ υποκρισία. Να προσθεσω οτι αν η χρηση βιας δικαιολογεί την κρατική καταστολή αυτό ειναι επειδη το επιτρεπει το μισος της μιας πλευρας και η ενοχικότητα της αλλης.
Σταματήστε λοιπόν να προσποιείστε ότι ο Chrlie Kirk ήταν σαν τον μπαρμπας σας με τα ρατσιστικά σχόλια στο οικογενειακό τραπέζι και όχι ενα κομμάτι του κατεστημένου που τα έπαιρνε από παντού για να κολακεύει το κοινό του ώστε να μπορει να συντηρείται ένα σύστημα που μας στερεί το οξυγόνο κάθε μερα. Ξερναω. Κανείς δε είπε να μπουκετώνουμε όποιον ταξιτζή αρχίζει τις boomer μαλακίες και να μην προσφέρουμε ποτέ επιχειρήματα, αλλά όταν είσαι ο πυλώνας του συστήματος που χαιδεύει bootlickers για να σπείρει θάνατο, όταν έχεις κάνει τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό διεθνή καριέρα, ε, όταν φας μερικές σφαίρες στην μάπα θα το απολαύσουμε χωρίς τύψεις.
Υπάρχει ένα debate που λαμβάνει χώρα στους κόλπους της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας σχετικά με τον έρωτα οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν την σημερινή «κρίση»που φαίνεται να περνούν οι ερωτικές σχέσεις. Η μία πλευρά εστιάζει στην έμφυλη διάσταση: οι γυναίκες ήταν παραδοσιακά εξαρτημένες από τους άντρες, προσφέροντας στη σχέση περισσότερα από ο,τι έπαιρναν πίσω σε όρους οικιακής, αναπαραγωγικής και συναισθηματικής εργασίας. Η απελευθέρωση από αυτό τον καταναγκασμό που επέφερε η είσοδός στην μισθωτή εργασία λειτούργησε αποσταθεροποιητικά για τις σχέσεις. Οι γυναίκες, έχοντας κερδίσει την οικονομική τους ανεξαρτησία από το πλαίσιο της οικογένειας, δεν είναι πια διατεθειμένες να δώσουν χωρίς να παίρνουν και δεν δέχονται τους όρους που θέτουν οι προσκολλημένοι στις παραδοσιακές αξίες άντρες. Και ενώ το κίνημα των incels πλήττεται από την λεγόμενη «male loneliness epidemic”, παραπονιέται ότι οι γυναίκες έχουν γίνει απαιτητικές και τις απειλεί ότι θα μείνουν μόνες, πολλές γυναίκες βιώνουν ακριβώς αυτή την «μοναξιά» ως μια νεοαποκτηθείσα ελευθερία ακριβώς επειδή η εναλλακτική είναι υποταγή τους στους άντρες και η προτεραιοποίηση των δικών τους αναγκών.
Η άλλη πλευρά του debate εστιάζει στην άνοδο του ατομικισμού και του καπιταλισμού: οι ερωτικές σχέσεις σήμερα χαρακτηρίζονται από μια θεμελιώδη ένταση ανάμεσα στην αναζήτηση συντροφικότητας, αναγνώρισης και επιβεβαίωσης από τη μία και στον περιορισμό της προσωπικής αυτονομίας που επιφέρει η αβεβαιότητα του έρωτα και η τρωτότητά μας απέναντι στον Άλλον εντός της ερωτικής σχέσης. Παρόλο που η κοινωνιολόγος Eva Illouz [στο έργο της οποίας περιλαμβάνει must-reads όπως το Γιατί Πληγώνει ο Έρωτας] παραδέχεται ότι η άισθηση της προσωπικής αυτονομίας καλλιεργείται δυνατότερα στους άντρες -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις το ισχυρότερο εγώ τους, θεωρεί ότι βασική πηγή του πόνου που επιφέρει ο έρωτας αποτελεί ακριβώς η διάσταση ανάμεσα στην νεοφιλελευθερη ρητορική περί αυτονομίας και την κοινωνική πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία η ανάγκη αναγνώρισης παραμένει θεμελιώδης για τον άνθρωπο.
Παράλληλα η αίσθηση μιας τεράστιας γκάμας εναλλακτικών ερωτικών συντρόφων που προσφέρουν πχ τα dating apps προωθεί την καπιταλιστική λογική της ορθολογικής επιλογής και της μεγιστοποίησης της χρησιμότητας με αποτέλεσμα η αναζήτηση συντρόφου να εμπεριέχει στοιχεία του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς που επιτείνουν την αβεβαιότητα και το υπαρξιακό μας άγχος. Η Αόρατη Επιτροπή στο κείμενο «Τώρα» γράφει πάνω στη διείσδυση της λογικής του κόστους ευκαιρίας σε κάθε πτυχή των ανθρωπίνων σχέσεων:
«Η ζάλη που σχετίζεται με το χρήμα προέρχεται από τη φύση του ως καθαρής δυνατότητας. Η νομισματική συσσώρευση είναι η αναβολή κάθε πραγματικής απόλαυσης, καθώς το χρήμα φέρνει σε ισοδυναμία ως δυνατότητες ολόκληρο το φάσμα των πραγμάτων που μπορούν να αγοραστούν με αυτό. Κάθε δαπάνη, κάθε αγορά είναι πρώτα μια απώλεια, σε σχέση με αυτό που είναι ικανό να προσφέρει το χρήμα. Κάθε συγκεκριμένη απόλαυση που επιτρέπει σε κάποιον να αποκτήσει είναι πρώτα μια άρνηση του συνόλου των άλλων πιθανών απολαύσεων που περιέχει μέσα του. Στην εποχή του ανθρώπινου κεφαλαίου και του ζωντανού νομίσματος, κάθε στιγμή της ζωής και κάθε πραγματική σχέση καλύπτονται από ένα σύνολο πιθανών ισοδυνάμων που τις ροκανίζουν. Το να είσαι εδώ συνεπάγεται την μη διατηρήσιμη αποποίηση του να είσαι οπουδήποτε αλλού, όπου η ζωή είναι φαινομενικά πιο έντονη, όπως έχει επιφορτιστεί να μας ενημερώσει το smartphone μας. Το να είσαι με ένα συγκεκριμένο άτομο είναι μια αφόρητη θυσία όλων των άλλων προσώπων με τα οποία θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να είναι μαζί. Κάθε αγάπη ακυρώνεται εκ των προτέρων από όλους τους άλλους πιθανούς έρωτες. Εξ ου και η αδυναμία να είσαι εκεί, η ανικανότητα να είσαι μαζί. Παγκόσμια δυστυχία. Βασανιστήρια από πιθανότητες. Ασθένεια μέχρι θανάτου. «Απελπισία», όπως τη διέγνωσε ο Κίρκεγκωρ»
Σύμφωνα με την πρώτη πλευρά του debate συνεπώς, το να βλέπουμε τις σχέσεις υπό ένα συναλλακτικό πρίσμα είναι μια προσέγγιση μάλλον φεμινιστική ακριβώς επειδή είναι αντίθετη με την παραδοσιακή επιταγή της αυτοθυσίας κυρίως των γυναικών που καλούνταν να αγαπούν χωρίς να λογαριάζουν το κόστος. Σύμφωνα με την δεύτερη, δεν είναι παρά ο θρίαμβος της λογικής της αγοράς και στις ερωτικές σχέσεις που τώρα προσεγγίζονται συναλλακτικά, ως καταναλωτικό αγαθό αλλά και ως επιχειρηματική δραστηριότητα, όπου οι συμβεβλημένοι καλούνται να «επενδύσουν» μετά από έναν υπολογισμό κόστους οφέλους και να υπαναχωρούν οποτεδήποτε νιώθουν ριγμένοι.
Πίσω από τη σύγκρουση αυτών των θέσεων βρίσκεται ένα περισσότερο φιλοσοφικά ερώτημα: Πώς «πρέπει» να αγαπάμε; Ασυγκράτητα ή συγκρατημένα; Να χάνουμε τον εαυτό μας ή να βάζουμε τον εαυτό μας πρώτο? Να δινόμαστε ολόψυχα ή να κρατάμε και καμια πισινή? Κάποιοι φιλόσοφοι όπως ο Badiou στο Εγκώμιο για τον Ερωτα και ο Byung-Chul Han στην Αγωνία του Ερωτα βλέπουν με καχυποψία τη νέα τάση που προωθείται και από την ποπ κουλτούρα και τις διαφημιστικές σύμφωνα με την οποίο ο έρωτας θα πρέπει να είναι μια ανώδυνη και χωρίς ρίσκα πηγή ηδονής. Ανιχνεύουν σε αυτά την ίδια αποφυγή ρίσκου που αναμένεται να δείχνουν και οι επιχειρήσεις με τις ρήτρες ασφαλείας του ασφαλιστικού συμβολαίου ή ακόμα και με τις «ευέλικτες» μορφές εργασίας που προτιμούν οι εργοδότες. Το ηδονιστικό μεταμοντέρνο υποκείμενο αναμένεται να είναι αρκετά αποστασιοποιημένο ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να ξαποστείλει τον άλλον τη στιγμή που θα βιώσει την παραμικρή δυσφορία ή απειλή για την προσωπική του αυτονομία. Στο σημείο αυτό θα ταίριαζε να αναφερθεί και η διαφήμιση παρόχου ιντερνετ που είχε κατακλύσει το διαδίκτυο και τα ΜΜM τον Φλεβάρη με το ‘Anti-Valentine’ σύνθημα «μείνε ελεύθερος, πακέτα χωρίς δεσμεύσεις»: ο έρωτας δηλαδή ως ασύμβατος με την ελευθερία μας. Όπως γράφει και αλλού (Τοπολογία της Βίας) ο Byung-Chul Han, στη συγχρονη κοινωνία της επίδοσης η δέσμευση πρέπει να αποφεύγεται. «Το υποκείμενο της επίδοσης πρέπει να είναι ένας ευέλικτος άνθρωπος. Η στροφή αυτή οφείλεται κυρίως σε οικονομικους λόγους. Η αυστηρή ταυτότητα εμποδίζει στις μέρες μας την επιτάχυνση των παραγωγικών σχέσεων».
Εδώ και πάλι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την έμφυλη διάσταση. Οι γυναίκες πάρα πολύ συχνά γελοιοποιούνται ή παθολογικοποιούνται ακριβώς επειδή αγαπάνε «υπερβολικά». Χαρακτηρίζονται τρελές, πιεστικές, απελπισμένες, υστερικές ή οριακές και κατηγορούνται ότι «πνίγουν» τους άντρες με την αγάπη τους; Η Mona Chollet στο βιβλίο της «Εφευρίσκοντας των Έρωτα Ξανά: Πώς η πατριαρχία σαμποτάρει τις ετεροφυλόφιλες σχέσεις» γράφει αναφορικά με όλη την παραπάνω συζήτηση: «θέλοντας να επικρίνουμε την εφαρμογή της καπιταλιστικής ορθολογικότητας στις ερωτικές σχέσεις, καταλήγουμε να νομιμοποιούμε και να υποθάλπουμε επικίνδυνα τις μαζοχιστικές τάσεις που καλλιεργούνται στις γυναίκες […] με κίνδυνο να τις παραδώσουμε δεμένες χειροπόδαρα σε κακοποιητικούς συντρόφους». Έτσι φαίνεται να οδηγούμαστε σε αδιέξοδο αφού κινδυνεύουμε είτε να επικυρώσουμε την υποταγή των γυναικών εντός της ερωτικής σχέσης είτε την λογική του καπιταλισμού περί ανταγωνισμού και παιγνίου μηδενικού αθροίσματος.
Το ζήτημα βέβαια εκτείνεται πέρα από την σωστή διαχείριση των γκομενικών μας: οι ερωτικές σχέσεις είναι αυτές στις οποίες στρεφόμαστε πλέον υποχρεωτικά για την άντληση επιβεβαίωσης, συντροφικότητας και στοργής σε έναν κόσμο που έχει διαλύσει κάθε έννοια κοινότητας και σταθερότητας. Όπως το θέτει και η Illouz “η δύναμη [της αγάπης] πηγάζει από το πρωταρχικό γεγονός ότι ο έρωτας παρέχει ένα ισχυρό έρεισμα για την αναγνώριση, την αντίληψη και τη συγκρότηση της αξίας του ατόμου, σε μια εποχή κατά την οποία η κοινωνική αξία είναι αβέβαιη και υπό συνεχή διαπραγμάτευση». Αυτό κάνει το θέμα των ερωτικών σχέσεων πιεστικό σε βαθμό αυτοσαμποτάζ. Και για να μην φανούν όλα τα παραπάνω ως ένα νοσταλγικό αν όχι συντηρητικό ξέσπασμα, ας τονίσουμε ότι δεν είναι μόνο οι ερωτικές σχέσεις που φαίνεται να υποφέρουν. Οπως παρατηρεί ο H. Rosa στο βιβλίο του Επιτάχυνση και Αλλοτρίωση, όχι μόνο οι ερωτικές σχέσεις αλλά ακόμα και οι φιλικές και οι οικογενειακές διέπονται πλέον από τους νόμους του ανταγωνισμού εφόσον «αν δεν είμαστε αρκετά ενδιαφέροντες ή διαθέσιμοι ακόμα και οι φίλοι και οι συγγενείς μπορει να μας ξεγράψουν σε έναν διαρκώς επιταχυνόμενο κόσμο όπου η θέση κανενός δεν είναι εξασφαλισμένη σε κανένα τομέα». Όσο κι αν στοχεύουμε λοιπόν να οικοδομήσουμε υγιέστερες ερωτικές σχέσεις, απώτερος στόχος θα πρέπει να είναι ένας κόσμος όπου το να είσαι single δε θα ταυτίζεται με το να είσαι μόνο σου. Και αυτός σίγουρα δεν είναι ο κόσμος του καπιταλισμού.
Ο πρόσφατος θάνατος του Mad Clip έφερε στην επικαιρότητα τον προβληματισμό σχετικά με τα πρότυπα που προβάλλει η τραπ μουσική. Οι επικριτές του είδους φαίνεται να σοκάρονται με τη χυδαία γλώσσα, τον ωμό μισογυνισμό, την ακραία αντικειμενοποίηση των γυναικών και την ανάδειξη της τοξικής αρρενωπότητας, της επιδεικτικής κατανάλωσης, του glorification των ναρκωτικών και της εγκληματικότητας ως αυταξίες. Για εμένα, που είμαι ταυτόχρονα φεμινίστρια και fan του είδους, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Από τη μία φυσικά και βρίσκω τη γλώσσα και τις αξίες που προβάλλει η τραπ προβληματικές. Από την άλλη, δε μου αρέσει να προσποιούμαι ότι αυτά είναι αποκλειστικότητα της συγκεκριμένης μουσικής.
Συχνά μάλιστα βρίσκω όλη αυτή την κριτική μία κουτοπόνηρη προσπάθεια κάποιων να αποποιηθούν κάθε ευθύνη περί σεξισμού και τοξικής αρρενωπότητας μεταθέτοντάς τα σε μία υποομάδα ή υποκουλτούρα της οποίας δε μετέχουν. Με τρόπο παρόμοιο με τον οποίο σκάνε διάφοροι στη σελίδα και απαιτούν επανειλημμένως να κάνουμε κριτική των ριάλιτι, της θρησκείας γενικότερα ή του Ισλάμ ειδικότερα, μου φαίνεται ένας κομψός τρόπος αυτό-επιβεβαίωσης και απαλλαγής από κατηγορίες για σεξισμό έτσι ώστε το ζήτημα να μετατρέπεται τελικά σε μια κριτική όχι στον σεξισμό και την πατριαρχία, αλλά σε μία διαφορετική αισθητική ή μία υποκουλτούρα που νιώθουν ξένη προς τους ίδιους.
Η κριτική αυτή μπορεί να εμπεριέχει και ταξικό πρόσημο αν αναλογιστούμε για παράδειγμα τις ταξικές καταβολές και την απεύθυνση της τραπ, των realities ή των θρησκευτικών προλήψεων. Η απόρριψη και διακωμώδησή τους εμπεριέχουν συχνά μια επιτελεστικότητα μέσω της οποίας κάποιος έχει τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει την ταξική, αισθητική και διανοητική του ανωτερότητα, την ίδια ώρα που μπορεί να καταναλώνει και να αναπαράγει άλλες πιο εύπεπτες μορφές μισογυνισμού και εξουσίας.
Μου φαίνεται για παράδειγμα από αφελές έως υποκριτικό να σοκαριζόμαστε τόσο με τους στίχους το Light στο κομμάτι που φέρνει τον τίτλο του γυναικοκτόνου Ο.J.
“Ξέρεις ότι θα σε σκότωνα, Αν με πλήγωνες θα το ‘κανα, Αν με κάποιον άλλο σ’ έπιανα, Ξέρεις ότι θα το τελείωνα»
την ίδια ώρα που γενιές μεγάλωσαν σιγοτραγουδώντας χαρωπά γλυκερούς στίχους όπως:
«Γιατί με κάνεις να πονώ να υποφέρω τόσο, Πρόσεξε γιατί μπορεί να σε σκοτώσω Δεν αντέχω να σε βλέπω μ’ άλλους να γυρνάς Γιατί με κάνεις να πονώ να υποφέρω τόσο Πρόσεξε γιατί μπορεί να σε σκοτώσω Πάψε πλέον να με τυραννάς»
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τα δύο κομμάτια εμπεριέχουν ακριβώς το ίδιο μοιραίο για τις γυναίκες πατριαρχικό μήνυμα, στην πρώτη περίπτωση όμως είναι η γλώσσα και η αισθητική της τραπ που προκαλεί την αγανάκτηση, ενώ στη δεύτερη περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Όπως παρατηρεί και ο Halberstam, γνωστός ακαδημαϊκός της queer θεωρίας:
«πολλοί σχολιαστές της σύγχρονης αρρενωπότητας φτάνουν γρήγορα στη gangsta rap όταν θέλουν να παραθέσουν ένα ξεκάθαρο παράδειγμα σεξιστικών στίχων και συμπεριφορών. Και όμως, πολυάριθμα απαλά ροκ τραγούδια από τους John Mayer, Keith Urban και άλλων περνούν βαθιά σεξιστικά μηνύματα παιγμένα πάνω σε γλυκούς ρυθμούς.»
Συγκρίνοντας ένα τραγούδι του Keith Urban, ο οποίος δηλώνει πως θέλει μια γυναίκα να του μαγειρεύει και να χορεύει γυμνή στο μπαρ με αυτό του Jay Z, που λέει « If you’re having girl problems I feel bad for you son / I got 99 problems but a bitch ain’t one», o Halberstam παρατηρεί πως η χρήση της λέξης «bitch» παρά το θετικό νόημα της φράσης, προσδίδει μια σεξιστική χροιά με τρόπο που το τραγούδι του Keith Urban δεν το κάνει.
Θα ήταν ανόητο να υποστηρίξουμε, λοιπόν, πως η τραπ αποτελεί την υπέρτατη πηγή της τοξικής αρρενωπότητας και του προτύπου των γρήγορων αμαξιών, της εγκληματικότητας, της βίας, της ματσίλας, της παραβατικότητας ως μαγκιάς, της αντικειμενοποίησης της γυναίκας, του κυνηγιού του εύκολου (?) χρήματος, πράγματα δηλαδή που είναι σταθερά στην κουλτούρα μας εδώ και δεκαετίες -αρκεί να αναλογιστούμε διαχρονικά και mainstream πρότυπα αρρενωπότητας, όπως ο James Bond.
Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι η τραπ είναι υπεράνω κριτικής και δε βρίθει μισογυνισμού, τοξικής αρρενωπότητας και νεοφιλελεύθερων ιδανικών, αυτά όμως δεν είναι δική της επινόηση, προϋπήρχαν αυτής και είναι διάχυτα παντού. Αυτό που συμβαίνει με το συγκεκριμένο είδος είναι ότι ο μισογυνισμός του είναι πιο ωμός, πιο εξόφθαλμος και η γλώσσα του πιο χυδαία, με τρόπο που ενοχλεί όταν σε άλλα είδη πλασάρεται με τρόπο πιο υπόγειο, ρομαντικοποιημένο και ύπουλο, άρα και πιο αποδεκτό. Η τραπ συγκεκριμένα, ως μια μουσική που προέρχεται από περιθωριοποιημένες ομάδες, δεν κάνει καμία προσπάθεια να προσαρμόσει τη γλώσσα της και την αισθητική της στους κυρίαρχους μικροαστικούς κανόνες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αυτό-παρουσιάζεται ως αντισυμβατική, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγει κυρίαρχα πρότυπα. Κι εδώ είναι το tricky σημείο, γιατί έτσι διατηρεί την τεράστια αφομοιοτικής της ικανότητα μέσα από μια ψευδεπίγραφη αυθεντικότητα, αν όχι και επαναστατικότητα.
Όπως το θέτει ο Mark Fischer στο βιβλίο του «Καπιταλιστικός Ρεαλισμός»:
Η gangsta rap ούτε απλώς αντανακλά προϋπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, όπως πολλοί από τους οπαδούς της υποστηρίζουν, ούτε είναι απλώς η αιτία αυτών των συνθηκών, όπως υποστηρίζουν οι κριτικοί της – μάλλον, είναι το κύκλωμα, όπου το χιπ χοπ και το ύστερο καπιταλιστικό κοινωνικό πεδίο αλληλοτρέφονται, αποτελώντας ένα από τα μέσα με τα οποία ο καπιταλιστικός ρεαλισμός μεταμορφώνεται σε ένα είδος αντιμυθικού μύθου. Η συνάφεια μεταξύ του χιπ χοπ και των γκανγκστερικών φιλμ, όπως ο Σημαδεμένος, η τριλογία του Νονού, το Reservoir Dogs, το Καλά παιδιά και το Pulp Fiction, προκύπτει από την κοινή τους δήλωση ότι έχουν απογυμνώσει τον κόσμο από συναισθηματικές ψευδαισθήσεις και ότι τον βλέπουν «ως αυτό που πραγματικά είναι»: ένας χομπσιανός πόλεμος όλων εναντίον όλων, ένα σύστημα αέναης εκμετάλλευσης και γενικευμένης εγκληματικότητας. Στο χιπ χοπ, γράφει ο Reynolds, «το να ‘έχεις επαφή με την πραγματικότητα’ σημαίνει το να έρχεσαι αντιμέτωπος με μια φυσική κατάσταση όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, όπου είσαι είτε νικητής είτε χαμένος, και όπου οι περισσότεροι θα είναι χαμένοι».
Εν ολίγοις, η τραπ δίνει φωνή σε περιθωριοποιημένες ομάδες περιγράφοντας τον καθημερινό αγώνα τους και τη σύγκρουσή τους με την αστυνομία, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και υπό αυτήν την έννοια έχει αντισυστημικά χαρακτηριστικά. Οι αξίες που προβάλλει όμως δε διατηρούν ένα εξεγερσιακό πρόσημο, γιατί εν τέλει αποδέχονται το σύστημα όπως είναι και προβάλλουν ως υπέρτατη αξία όχι την ανατροπή του, αλλά την επιβίωσή και την κυριαρχία εντός του. Περιγράφοντας κυνικά τον κόσμο ως μια ζούγκλα όπου επιβιώνει ο ισχυρότερος και επιδιώκοντας να γίνει ο ίδιος ο ισχυρότερος μέσω της επιβολής τόσο σε γυναίκες όσο και σε ανταγωνιστές άντρες, η τραπ τελικά αποδέχεται και διαιωνίζει ευρύτερα συστήματα εξουσίας, όπως ο καπιταλισμός και η πατριαρχία.
Είναι αλήθεια ότι η πατριαρική και καπιταλιστική ιδεολογία δεν ξεπηδάνε από το πουθενά, αχρονικά και α-ιστορικά, αντιθέτως κατασκευάζονται και ανακατασκευάζονται σε κάθε εποχή από συγκεκριμένους θεσμούς. Η ποπ κουλτούρα γενικά και η τραπ συγκεκριμένα είναι ένας από τους τρόπους που τα πατριαρχικά και καπιταλιστικά πρότυπα προβάλλονται κάθε φορά ως φρέσκα και cool, αντί για παλιά και απαρχαιωμένα. Προσποιούμενη πως περιγράφει τον κόσμο απλά «όπως είναι» (οι άντρες θέλουν απλά να γαμήσουν, η ζωή είναι σκληρή, η ματσίλα είναι τακτική επιβίωσης στο γκέτο κτλ) η τραπ τον (ανά)κατασκευάζει ως αναπόδραστο, χωρίς να προσφέρει ένα όραμα αλλαγής ή έστω ενσυναίσθησης.
Πού μας αφήνει η παραπάνω ανάλυση; Η τραπ προφανώς και αξίζει κριτική για τα πρότυπα που προωθεί, αλλά και αναγνώριση ότι δεν επινόησε κανένα από αυτά, ότι δεν υπήρξε καμία «καθαρή» εποχή όπου οι νέοι ήταν αγνοί και άσπιλοι μέχρι που τους διέφθειρε οποιοδήποτε μουσικό είδος. Κάθε γενιά άλλωστε είχε τουλάχιστον μια μουσική που δαιμονοποιούταν, αλλά είμαι σίγουρη ότι οι προπαππούδες,οι παππούδες, ακόμα και οι πατεράδες μας δεν ήταν λιγότερο σεξιστές, επειδή δεν άκουγαν τραπ, ραπ ή heavy metal. Επομένως, ίσως ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτός ο ηθικός πανικός που επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα είδη και εικόνες και να εστιάσουμε σε ευρύτερα συστήματα εξουσίας, αντί να προσποιούμαστε ότι θα τα ξεφορτωθούμε απλά προωθώντας καλύτερες καλλιτεχνικές επιλογές.
Παρατηρώντας με τα χρόνια πώς το ίδιο το σύστημα προωθεί επιθετικά όλο αυτό το λόγο περί συνοδών, βιζιτών, «πουτάνων» με ακραίες δηλώσεις δημοσίων προσώπων -και την διαρκή αναπαραγωγή τους- με fake news και με το πλημμύρισμα των social media από εικόνες χλιδής γυναικών που υπονοείται οτι είναι σεξεργάτριες στις οποίες ο εξοργισμένος follower μπορεί να εκτονωθεί κάνοντας αντιδράσεις γέλιου και θυμού, φτάνω στο εξής συμπέρασμα: Ο μύθος της βίζιτας που ζει μια πολυτελή ζωή αφήνοντας απλά να της πιάσουν τον κώλο ένα σαββατοκύριακο σε κάποιο κότερο ενώ οι υπολοιποι ρίχνουν 10ωρα δουλειάς και απλήρωτων υπερωριών βγαίνοντας μετά βίας να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους χρησιμεύει ώστε να διοχετεύεται το ταξικό μίσος οπουδήποτε αλλού εκτός από την πηγή της εξαθλίωσής μας -δλδ στα αφεντικά μας.
Τον λέω μύθο γιατί η ιδέα ότι μπορείς να βγάζεις χιλιάρικα έυκολα και γρήγορα δείχνοντας τον κώλο σου στο only fans ή περνώντας ένα ευχάριστο σαββατοκύριακο με κάποιον πελάτη είναι τόσο πιθανό να συμβεί όσο και το να γίνεις πλούσιος ως Dj. H ωμή πραγματικότητα είναι ότι ενώ 1 στο εκατομμύριο θα κάνει καριέρα. Οι περισσότερες και περισσότεροι θα κάνουν μεροκάματα το σαββατοκύριακο περνώντας την υπόλοιπη βδομάδα προσπαθώντας να δικτυωθούν σε αναζήτηση εργασιακής ευκαιρίας σε έναν άκρως ανταγωνιστικό χώρο ή κάνοντας μια δεύτερη και τρίτη δουλειά.
Παρόλ αυτά ο μύθος της βίζιτας που έχει για πλάκα 5 αμάξια και 3 διαμερίσματα από την δουλειά της γοητεύει ακριβώς επειδή προσφέρει ένα εύκολο στόχο να εκτονώσουν την οργή τους οι εργαζόμενοι και εργαζομενες που τρώνε σκατά όλο το μήνα για τον βασικό μισθό. Με ψυχαναλυτικούς όρους, μπορούν να φαντασιώνονται ότι σε ένα μυθικό νησί κάποιες γυναίκες ζούν χαρούμενες και ξένοιαστες στερώντας από τους ίδους αυτή την χαρά και την ξενοιασιά που παραμένουν άδικα κατανεμημένα. Φυσικά καμία σεξεργάτρια δεν στέρησε ποτέ το με κόπους αποκτημένο εισόδημα κανενός καθώς οι πελάτες επιλέγουν να τους δώσουν από το περίσσευμά τους -σε αντίθεση με το αφεντικό σου που στο στερεί κάθε μέρα κατακρατώντας το ως δικό του κέρδος και σου ζαλίζει το κεφάλι επειδή δεν χαμογελάς κι από πάνω.
Παρομοίως οι incels που βιώνουν την μοναξιά και την αποξένωση που ολόκληρη η κοινωνία παράγει δομικά για ΟΛΑ μας, φαντασιώνονται ότι οι γοητευτικές παρουσίες χαίρονται όλη την προσοχή και την κοινωνικοποίηση που τους λείπει στερώντας τα από τους ίδιους. Η ιδέα αυτή λειτουργεί ως αντιπερισπασμός από το γεγονός πως σε μια άκρως ατομικιστική κοινωνία όπου ο χρόνος σπανίζει και όπου τα πάντα κινούνται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και ακόμα και οι φιλίες δυσκολεύονται να παραμείνουν σταθερές, ολοι ανταγωνίζονται τους πάντες για προσοχή, αγάπη, κοινωνικοποίηση. Αποφεύγοντας λοιπόν να δουν τη συστημικότητα του προβλήματος που αγγίζει τους πάντες, το θέμα τους συμπυκνώνεται στις ‘πουτάνες’ που τους στερούν τάχα αυτό που στην πραγματικότητα τους στερεί η καπιταλιστική κοινωνία.
Πέραν λοιπόν από την μισογυνική προσπάθεια ελέγχου της σεξουαλικότητας και της υποταγής των γυναικών είναι φανερό ότι ο μύθος της χλιδάτης βίζιτας εξυπηρετεί την ίδια την άρχουσα τάξη από το να δουμε τις πραγματικής πηγής της εκμετάλλευσης και της δυσφορίας που βιώνουμε. Τίποτα δεν την βολεύει περισσότερο από την καλλιέργεια αυτού του είδους της μνησικακίας και φθόνου προς φανταστικούς εχθρούς που τάχα απολαμβάνουν όσα εμείς στερούμαστε βίαια επειδή διάλεξαν ένα υποτιθέμενο «εύκολο» δρόμο ενώ εμείς βασανιζόμαστε τάχα εξαιτίας της ίδιας μας της ηθικότητας και όχι της δομικής εκμετάλλευσης μας.
Πίσω από όσους υποστηρίζουν με πάθος ότι τις συγκρούσεις με τους μπάτσους στις πορείες τις προκαλούν πράκτορες του ίδιου του Κράτους ανιχνεύω τον ίδιο ψυχολογικό μηχανισμό που κάνει και γυναίκες να λένε «κι εγώ είμαι υπέρ της ισότητας αλλά δεν είμαι φεμινίστρια γιατί αγαπώ τους άντρες»: η ανάγκη να γίνεις αποδεκτή από τον καταπιεστή σου, δλδ το Κράτος. Γιατί έχεις τόσο εσωτερικεύσει την εξουσία του και τους κανόνες που σου έθεσε που συνεχίζεις να αναζητάς την αναγνώρισή και την επικύρωσή τους ακόμα και όταν παριστάνεις ότι εξεγείρεσαι εναντίον του.
Ετσι και οι διαδηλωτές που επιτίθενται λεκτικά σε κουκουλοφόρους αποκαλώντας τους ασφαλίτες και τάχα δειλούς επειδή κρύβουν το πρόσωπό τους κατά βάθος θέλουν να διακηρύξουν το πόσο πιο σωστοί είναι οι ίδιοι που διαμαρτύρονται μόνο με τους καθώς πρέπει τρόπους. Στην ουσία φωνάζουν: «σε παρακαλώ Κράτος, φέρσου μου καλύτερα, είμαι καλό παιδί, αξίζω την καλοσύνη σου, εγώ δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Εγώ συνεχίζω να σέβομαι τους νόμους του Κράτους ακόμα και όταν το θεωρώ ικανό να οργανώσει αυτή τη σκευωρία αποδίδοντας σε μένα τον διαδηλωτή αυτές τι αποτρόπαιες πράξεις».
Ίσως κάπου στο βάθος του υποσυνείδητού τους κρύβεται και η ντροπή που κουβαλά αυτή τους η πειθήνια στάση: έχουν ανάγκη να πιστέψουν ότι κανένας πραγματικά δεν θα ασκούσε βία ρισκάροντας την σωματική του ακεραιότητα και ελευθερία γιατί αυτό θα τον τοποθετούσε μπροστά στην συνειδητοποίηση ότι ο ίδιος δε θα έπαιρνε ποτέ αυτό το ρίσκο και άρα καλύτερα να το απαξιώσει για να μη νιώσει ελλιπής. Ξέρετε, όπως εκείνεις οι pick-me που σπεύδουν να βγάλουν τις φεμινίστριες αγάμητες για να μην έρθουν αντιμέτωπες με την δική τους υποταγή. Ή οι pick me που κρώζουν «κάτι ξέκωλα σαν εσένα φταίνε που δεν μας σέβονται οι άντρες» -αγνοώντας ότι το πρόβλημα είναι ότι το ένα φύλο έχει όλη την εξουσία να τιμωρεί συλλογικά το άλλο όπως το Κράτος έχει την εξουσία να βαράει δεξιά και αριστερά όποιον γουστάρει. Οι διαδηλωτές αυτοί λοιπόν θα υποστηρίξουν ταυτόχρονα ότι τα μπάχαλα τα κάνει το ίδοι το Κράτος ΚΑΙ ότι τα κάνουν ανεγκέφαλα 15χρονα που θέλουν να ξεσαλώσουν. Τα μπάχαλα δηλαδή ταυτόχρονα δεν υπάρχουν δλδ και όταν υπάρχουν δεν θα έπρεπε.
Κατανοητά και ανθρώπινα όλα αυτά. Σε έναν κόσμο που σου στερεί συνέχεια την αξιοπρέπεια πονάει να νιώθεις ότι η ειρηνική σου πορεία όσες εκατοντάδες κόσμο και να μαζέψει μπορεί πολύ έυκολα να αγνοηθεί με τρόπο που δεν μπορεί να αγνοηθεί η υλική ζημιά. Το αφήγημα ότι προβοκάτορες ξεκινάνε τα μπάχαλα τελικά βολεύει τους πάντες: τους ειρηνικούς διαδηλωτές γιατί δεν ξεβολεύονται από τα περιθώρια που τους έθεσε το Κράτος και το ίδιο το Κράτος που σπέρνει διχόνοια στους διαδηλωτές ενώ ταυτόχρονα περιορίζει το όραμα ότι θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλοι μέρος των συγκρούσεων για να μην μας μπαίνουν ιδέες.
Το να μην προτάσσεις την βία ως μέσο αγώνα -ή το κυριότερο μέσο αγώνα- είναι ας πούμε δικαίωμά σου αν και η επιλογή σου οφείλει να πλαισιώνεται από ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σκεπτικό και όχι απλό αναμάσημα της αστικής νομιμότητας. Το να γατζώνεσαι σε ψεκασμένες θεωρίες ότι όλα αυτά τα υποκινεί το ίδιο το Κράτος πατρονάροντας τα ίδια τα υποκείμενα που δηλώνουν ρητά σε πολιτικα κειμενά τους ότι στηρίζουν τέτοια μέσα μου βγάζει την μια κουτοπόνηρη επιτελεστικότητα από ανθρώπους που αναζητούν μπισκοτάκι επειδή κατέβηκαν να ξεμουδιάσουν σε μία πορεία. Το Κράτος μπορεί να διαλύει όποια συγκέντρωση θέλει όποτε θέλει χωρίς καμία αφορμή και το κάνει συνεχώς. Ο λόγος που το αφήγημα περι προβοκάτσιας δουλεύει είναι ακριβώς επειδή θέτει σε κίνηση μια ρητορική μη-βίας από οσους εξανίστανται από τις ταραχές. Ακόμα λοιπόν και στο παρανοικό σενάριο που το Κράτος κατασκεύαζε τα μπάχαλα, ο μόνος τρόπος για να αποτύγχανε να απονομιμοποιήσει τις συγκεντρώσεις με αυτόν τον τρόπο θα ήταν όλοι μας να λέγαμε ότι η βία έτσι κι αλλιώς είναι δικαιολογημένη και ότι το Κράτος δε θα έπρεπε να επιτίθεται ΟΥΤΕ στους βίαιους διαδηλωτές.
Cheat sheet για τις πιο στανταρ ατάκες
«ναι αλλα εχουμε δει φωτογραφίες ασφαλιτών με κουκούλες»
No shit Sherlock, οι ασφαλίτες εξ ορισμού κρύβονται μέσα στο πλήθος και μάντεψε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να κρυφτείς-μια κουκούλα! Αυτό δε θα μπορούσε να σημαινει ότι είναι αυτοί που κάνουν τις συγκρούσεις με τους μπάτσους σε ένα παρανοικό σενάριο που ξέρουν ότι οι μολότωφ που θα πετάξουν δε θα βλάψει κανέναν συνάδελφό τους ή που καλούνται να καταστρέψουν την περιουσία των επιχειρηματιών την οποία αποστολή το Κράτος έχει να προστατεύει. Το να λες ότι τις συγκρούσεις τις κάνουν ασφαλίτες επειδή είδες μια φορά έναν λίτη με κουκούλα να αράζει με ματατζήδες είναι σαν να λες ότι δεν υπάρχουν φεμινίστριες επειδή μια φορά ο φίλος σου ο Τάκης εφτιάξε ένα ψεύτικο γυναικείο προφίλ και πόσταρε μαλακίες ως φεμινίστρια.
«ναι αλλά γιατί δεν περίμεναν να φύγει ο κόσμος»
Οι συγκρούσεις με τους μπάτσους αποτελούν ΜΕΡΟΣ της μαζικής διαμαρτυρίας όχι κάτι ξεχωριστό γι αυτό και έχουν μια συνέχεια. Ξεκινάνε συνήθως προς το τέλος τις πορείας όταν ο κόσμος έχει αρχίσει να φεύγει ώστε να υπάρχει μεταξύ άλλων και περιθώριο ελιγμών αλλά να μην είναι και τελείως εκτεθειμένοι στους μπάτσους. Χθες παντως ειχε ΉΔΗ δοθεί προτροπή διάλυσης από τα μεγάφωνα 15 λεπτά πριν ξεκινήσουν οι συγκρούσεις και η πλατεία είχε μισοαδειάσει. Άλλωστε αν το Κράτος οργάνωνε τις συγκρούσεις για να διαλύει τις συγκεντρώσεις θα έβγαζε νόημα να το κάνει από νωρίς πριν καταφέρουν να μαζέψουν επί ώρες χιλιάδες κόσμου.
«ναι αλλα υπήρχαν άτομα που κατέβηκαν για πρώτη φορά και φοβήθηκαν»
Κατανοητό αλλά είναι σαν να λέμε ότι κάθε συγκέντρωση πρέπει να αποτελεί την πιο ανώδυνη εμπειρία που δε θα ξεβολεύει ούτε καν τον ελάχιστον κοινό παρονομαστή. Όσους τρέξανε οι μπάτσοι πάντως ήταν άτομα που είχαν επιλέξει να μείνουν στην πλατεία τουλάχιστον 20 λεπτά αφοτου ξεκίνησαν τα σκηνικά.
«Αν οι μπάχαλοι δεν είναι πράκτορες του Κράτους γιατί τότε οι μπάτσοι τους αφήνουν ανενόχλητους και επιτίθενται στους ειρηνικούς διαδηλωτές»
Πρώτον γιατί είναι πιο εύκολο να προσεγγίσεις άοπλους διαδηλωτές από διαδηλωτές που μπορεί να σε κάψουν. Δεύτερον επειδή θέλουν να διασπάσουν τους διαδηλωτές τιμωρώντας αυτούς που δεν ασκησαν βία ώστε με τη σειρά τους να ασκήσουν πίεση σε αυτούς που το κάνουν όποτε παλιά Ναζί τιμωρούσαν ολόκληρα χωριά για πράξεις αντίστασης λίγων. Και τρίτον σε ποιο φανταστικό κόσμο οι μπάχαλοι φεύγουν ανενόχλητοι. Συνέχεια πέφτουν κι αυτοί στα χέρια των μπάτσων όταν τα πράγματα δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο ή ξεμένουν από πολεμοφόδια.
“Μα ξέρω κόσμο που ξέρει κόσμο που έχει δει με τα ίδια του τα μάτ»
Έγραψα μία εργασιούλα εξαμήνου πανω στην Εξελικτική Ψυχολογία με την οποία έχω τεράστιο beef, για το μάθημα της Φιλοσοφίας της Βιολογίας. Η κριτική αφορά την ίδια την έννοια της ανθρώπινης φύσης όπως την κατανοεί η Εξελικτική Ψυχολογία , κριτική από καθαρά φιλοσοφική άποψη. Το κατά πόσο οι υποθέσεις της Εξελικτικής Ψυχολογίας υποστηρίζονται από τα δεδομένα είναι μια άλλη πονεμένη (για την ίδια την «Επιστήμη») ιστορία αλλά μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά στο βιβλίο του Buller που αναφέρεται στη βιβλιογραφία. Παρά τα γραμματικά και τυπογραφικά λαθάκια από δω και απο εκεί και κάποιες ελλείψεις στην προσθήκη σελίδων στις βιβλιογραφικές αναφορές ενός άρθρου του Gould που βρήκα online και οχι σε pdf, πήρα 10
Εισαγωγή
H συζήτηση για την ανθρώπινη φύση έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον διανοητών τόσο για τις θεωρητικές όσο και για τις πρακτικές της προεκτάσεις. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνουν οι Kronfeldner, Roughley και Toepfer ( σελ. 642) εξερευνά τα όρια που μας διαχωρίζουν από τα ζώα από την μία πλευρά και τις μηχανές ή τις υπεράνθρωπες οντότητες όπως οι θεοί από την άλλη, σηματοδοτεί δηλαδή μια προσπάθεια κατανόησης που οριοθετείται «από τους βαθύτερους φόβους μας (θηρία) και τις ελπίδες (σωτηρία)». Από την άλλη, η συζήτηση έχει ηθικές και πολιτικές προεκτάσεις εφόσον η ανθρώπινη φύση αναμένεται από κάποιους να λειτουργήσει ως βάση για την ηθική (Hull σελ. 10) ενώ συχνά συνδέεται με την πολιτική αποκλείοντας πχ πληθυσμιακές ομάδες από την ανθρωπινότητα.
Η συζήτηση για την ανθρώπινη φύση επικεντρώνεται τόσο στο τι περιλαμβάνει όσο και στο αν υπάρχει γενικότερα. Για παράδειγμα σε ένα πολυδιαβασμένο άρθρο του ο Hull (1986) απορρίπτει ολοκληρωτικά την ύπαρξη ανθρώπινης φύσης ως ένα συνολο συνθηκών αναγκαίων και ικανών για την συμπερίληψη στο ανθρώπινο είδος ισχυριζόμενος πως αυτό προσκρούει στην ίδια την έννοια της εξελικτικής βιολογίας. Ο Hull απαριθμεί δύο λόγους για την απόρριψη αυτή: αφενός η μεταβλητότητα και η ποικιλία είναι η ίδια η βάση της εξέλιξης με την έννοια της εξελικτικής βιολογίας, αφετέρου είναι αδύνατο να ορίσουμε κάποια έννοια «κανονικότητας» ακριβώς επειδή η εξέλιξη υπαγορεύει την ύπαρξη διαφορετικών εξελικτικών μονοπατιών για κάθε χαρακτηριστικό.
Άλλοι συγγραφείς (πχ Machery, 2008) βέβαια ισχυρίζονται ότι η παραπάνω θέση αποκρούει μόνο μια ουσιοκρατική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης και έχουν επιχειρήσει να προτείνουν διαφορετικές μορφές, όχι απαραίτητα ως χαρακτηριστικά που διαθέτει ανεξαιρέτως κάθε άνθρωπος η ως αναγκαία συνθήκη για να θεωρείται κάποιος άνθρωπος.
Στη συγκεκριμένη εργασία θα εστιάσουμε συγκεκριμένα στην θέση της εξελικτική ψυχολογία περί ανθρώπινης φύσης και στις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από δύο συγγραφείς. Για τις θέσεις της εξελικτικής ψυχολογίας θα εστιάσουμε κυρίως στους συγγραφείς Tooby και Cosmides ενώ οι αντιρρήσεις που θα εξεταστούν είναι του Gould και του Buller. Η βασική υπόθεση του δοκιμίου είναι ότι η ύπαρξη ανθρώπινης φύσης που υιοθετείται από την εξελικτική ψυχολογία κρίνεται εν τέλει ως αβάσιμη καθώς προσκρούει σε βασικές αρχές της εξελικτικής βιολογίας.
Η Θέση της Εξελικτικής Ψυχολογίας για την Ανθρώπινη Φύση
Η βασική θέση της εξελικτικής ψυχολογίας για την ανθρώπινη φύση είναι πως υπάρχει μια οικουμενική ανθρώπινη φύση η οποία βασίζεται στο σύνολο των πολύπλοκων ψυχολογικών μηχανισμών που είναι χαρακτηριστικοί του είδους μας (Tooby Cosmides , 1990, σελ. 17). Η εξελικτική ψυχολογία υπερασπίζεται την καθολικότητα της φύσης αυτής κόντρα στην παρατήρηση τόσο της πολιτισμικής ποικιλίας όσο και της ατομικής διαφορετικότητας. Όσον αφορά την πολιτισμική ποικιλία, οι υπερασπιστές της ισχυρίζονται (Cosmides, Tobby και Barkow, σελ. 5), πως η καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης «υπάρχει κυρίως στο επίπεδο των εξελιγμένων ψυχολογικών μηχανισμών, όχι των εκφραζόμενων πολιτισμικών συμπεριφορών» και άρα «η πολιτισμική μεταβλητότητα είναι όχι μια πρόκληση για τους ισχυρισμούς της καθολικότητας αλλά μάλλον δεδομένα που μπορούν να δώσουν μια εικόνα για τη δομή των ψυχολογικών μηχανισμών που βοήθησαν στη δημιουργία της». Όσον αφορά την διαφορετικότητα των ατόμων, ισχυρίζονται πως αφενός δεν είναι όλα τα χαρακτηριστικά προσαρμογές, αφετέρου υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην έμφυτη ψυχολογία του ατόμου κι αυτής που εν τέλει εκδηλώνεται κατ’αναλογία του γονότυπου και του φαινότυπου. Όπως το θέτουν οι Tooby και Cosmides (1990, σελ. 23):
“Αν κάποιος πιστεύει σε μια παγκόσμια ανθρώπινη φύση, όπως εμείς, παρατηρεί εκδηλούμενες ψυχολογίες, χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές που διαφέρουν μεταξύ ατόμων όσο και πολιτισμών και τα βλέπει ως το προϊόν μιας κοινής, υποκείμενης εξελιγμένης έμφυτης ψυχολογίας, που λειτουργεί υπό διαφορετικές συνθήκες. Η αντιστοίχιση μεταξύ του έμφυτου και αυτού που εκδηλώνεται λειτουργεί σύμφωνα με αρχές έκφρασης που προσδιορίζονται στους έμφυτους ψυχολογικούς μηχανισμούς ή σε έμφυτα αναπτυξιακά προγράμματα που διαμορφώνουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Η έκφραση αυτή μπορεί να διαφέρει μεταξύ των ατόμων όταν διαφορετικά περιβαλλοντικά δεδομένα εισάγονται στις ίδιες διαδικασίες και παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα».
Την θέση περί ανθρώπινης φύσης ως σύνολο προσαρμογών συνοδεύει η υπόθεση «ότι η εξελιγμένη δομή του ανθρώπινου μυαλού είναι προσαρμοσμένη στον τρόπο ζωής των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Πλειστόκαινου περιόδου, και όχι απαραίτητα στις σύγχρονες περιστάσεις (σελ. 5). Οι υποστηρικτές της δικαιολογούν αυτή την υπόθεση ως εξής: εφόσον οι δυνάμεις της φυσικής επιλογής είναι μια πολύ αργή διαδικασία και ο ιστορικός χρόνος που έζησε το είδος μας σε αγροτικές, πόσο μάλλον στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες είναι ελάχιστος σε σχέση με τα δύο εκατομμύρια χρόνια που έζησαν οι πρόγονοί μας ως τροφοσυλλέκτες, οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που διαθέτουμε θα έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες που βίωσαν οι πρόγονοί μας κατά την Πλειστόκαινο εποχή (Cosmides, Tooby και Barkow, 1992, σελ. 5).
Οι συγγραφείς ορίζουν την ανθρώπινη φύση ακριβώς ως το παραπάνω σύνολο έμφυτων ψυχολογικών μηχανισμών και αναπτυξιακών προγραμμάτων. Ένα από τους βασικούς λόγους που επικαλούνται για να υπερασπιστούν την καθολική φύση των παραπάνω μηχανισμών είναι πως ο σεξουαλικός ανασυνδυσαμσός (sexual recombination) με την έμφυλη αναπαραγωγή διασπά το γονιδίωμα και επανα-συνδυάζει τα γονίδια σε τυχαία σειρά. Επομένως, εάν απαιτείται μια σύνθετη σειρά αλληλοεξαρτώμενων προσαρμογών, όπως υποθέτουν ότι είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί, ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος συντονισμός είναι όλα τα μέρη του να υπάρχουν σε κάθε άτομο ενός συγκεκριμένου είδους (Tooby και Cosmides, 1990, σελ. 45). Οι μηχανισμοί λοιπόν είναι κοινοί ενώ το αποτέλεσμα μπορεί να αλλάζει είτε μέσω ενός γενετικού διακόπτη (genetic switch) είτε ενός περιβαλλοντικού σήματος (environmental cue).
Ένα άλλο επιχείρημα που επικαλούνται προς υπεράσπιση της καθολικότητας των εν λόγω ψυχολογικών μηχανισμών είναι το λεγόμενο επιχείρημα του εγχειριδίου ανατομίας (Grey’s anatomy όπως το αποκαλούν άλλου ερευνητές): όπως και όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινή ανατομία διαφέροντας μόνο ποσοτικά ως προς το μέγεθος των οργάνων τους, έτσι και τα ψυχολογικά μας όργανα πρέπει να έχουν μία ενιαία μορφή (Tooby και Cosmides, σελ. 29-30).
Η κριτική του Gould
Η βασική αντίρρηση του Gould στην εξελικτική ψυχολογία εκκινεί από μια γενικότερη αντίθεση σε αυτό που ονομάζει «υπερ-δαρβινισμό» (ultra-Darwinism) δηλαδή στην υπερβολική προσκόλληση των εξελικτικών βιολόγων στην φυσική επιλογή ως σχεδόν μοναδική δύναμη που κινεί την εξέλιξη. Ο Gould (1997) διαχωρίζει τους «φονταμενταλιστές Δαρβινιστές» από τους πλουραλιστές. Οι πρώτοι «απολαμβάνουν την πεποίθηση ότι ένας γενικός νόμος -η κεντρική αρχή της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου- μπορεί να εξηγήσει πλήρως την πολυπλοκότητα των αποτελεσμάτων», σε συνδυασμό με βοηθητικές αρχές, όπως η σεξουαλική επιλογή, που ενισχύουν το ρυθμό και τη δύναμή της. ΟΙ δεύτεροι αποδέχονται τη φυσική επιλογή ως πρωταρχική αρχή ( πραγματικά primus inter pares), αλλά στη συνέχεια αναγνωρίζουν ότι ένα σύνολο πρόσθετων νόμων, καθώς και ένας μεγάλος ρόλο για τα απρόβλεπτα ενδεχόμενα της ιστορίας, πρέπει επίσης να επιστρατευθούν για να εξηγήσουν τα βασικά πρότυπα και τις κανονικότητες των εξελικτικών οδών της ζωής». H λογική της προσαρμοστικότητας είναι, όπως το θέτει, το «μοιραίο λάθος» της εξελικτικής ψυχολογίας στην παρούσα μορφή της.
Κόντρα λοιπόν στην τάση να βλέπουμε τα πάντα ως προσαρμογές, αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής, ο Gould (1991, σελ. 46).προτείνει τον όρο «εξαρμογή» ( «exaptation») δηλαδή «χαρακτηριστικά που τώρα ενισχύουν τη αρμοστικότητα, αλλά δεν έχουν κατασκευαστεί από τη φυσική επιλογή για τον τρέχοντα ρόλο τους». Τα χαρακτηριστικά αυτά χτίζονται για άλλους λόγους και στη συνέχεια «καταλαμβάνονται» (co-opted) από μια νέα χρήση, μιλάμε δηλαδή για «οικειοποίηση». Τα οικειοποιούμενα αυτά χαρακτηριστικά μπορεί είτε να έχουν κατασκευαστεί από την φυσική επιλογή για κάποια διαφορετική λειτουργία, είτε να μην προέκυψαν για απολύτως κανένα προσαρμοστικό σκοπό (σελ. 47).
Στην περίπτωση της εξελικτικής ψυχολογίας αλλά και της κοινωνιοβιολογίας, ο Gould θεωρεί το ανθρώπινο μυαλό ως το κατεξοχήν παράδειγμα εξαρμογής. Δέχεται ότι το μεγάλο μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, όμως αυτό δε σημαίνει ότι οτιδήποτε μπορεί να κάνει ο μεγεθυμένος εγκέφαλος πρέπει να είναι άμεσο προϊόν της φυσικής επιλογής που έχτισε αυτή τη δομή. Όπως το θέτει (1991, σελ. 57) «Η φυσική επιλογή έχτισε τον εγκέφαλο. Ωστόσο, λόγω της δομικής πολυπλοκότητας που παράγεται, ο ίδιος εγκέφαλος μπορεί να εκτελέσει μια πληθώρα εργασιών που μπορεί αργότερα να βρίσκονται στο επίκεντρο της κουλτούρας, αλλά αυτά είναι παραπροϊόντα παρά στόχοι της αρχικής φυσικής επιλογής». Ως παράδειγμα αναφέρει την ανάγνωση και την γραφή που αναπτύχθηκαν πολύ μετά την δημιουργία της σημερινής δομής του ανθρώπινου εγκεφάλου, την θρησκεία που θεωρεί απόρροια της συνειδητοποίησης της θνητότητάς μας (σελ. 58) αλλά και την γλώσσα, που δεν θεωρεί ως απλή συνέχιση των αντιληπτικών δυνατοτήτων άλλων πρωτευόντων (σελ. 60)
Για τον Gould η έννοια της εξαρμογής και των spandrels προσφέρουν μια κατηγορηματική διάψευση της κοινωνιοβιολογίας -κριτική που επεκτείνει αργότερα και στην εξελικτική ψυχολογία. «Εάν, καταρχήν, τα πιο πολιτιστικά χρήσιμα χαρακτηριστικά του εγκεφάλου είναι εξαρμογές και όχι προσαρμογές, τότε δεν μπορούν να εξηγηθούν στο πλαίσιο του προγράμματος της κοινωνιοβιολογικής έρευνας».
Ο Gould (1997) επαινεί την εξελικτική ψυχολογία η οποία σε αντίθεση με την κοινωνιοβιολογία, αναγνωρίζει πως κάποιες από τις εξέχουσες και καθολικές ανθρώπινες συμπεριφορές «μπορεί να είναι τραγικά αντίθετες με τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής και μπορεί ακόμη και να οδηγήσουν στην καταστροφή μας». Αντί όμως αυτό να οδηγεί στην αναγνώριση πως οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι προσαρμογές, η εξελικτική ψυχολογία «οδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση, διαστρέφοντας την παρατήρηση ότι η συμπεριφορά των σύγχρονων ανθρώπων μπορεί να μην έχει απαραίτητα προσαρμοστική αξία σε έναν ακόμη πιο δογματικό, και ακόμη λιγότερο επιστημονικά ελεγχόμενο, παν-προσαρμοστικό ισχυρισμό», ότι δηλαδή η προσαρμοστική αξία υφίστατο σε ένα πολύ παλιότερο προγονικό περιβάλλον. Καθώς έχουμε ελάχιστα στοιχειά για το πως ζούσαν οι πρόγονοί μας εκατομμύρια χρόνια πριν, ο Gould θεωρεί πως η κύρια στρατηγική που προτείνουν οι εξελικτικοί ψυχολόγοι για τον εντοπισμό της προσαρμογής είναι αδύνατο να επαληθευτεί και επομένως είναι αντιεπιστημονική αφού δεν βασίζεται παρά σε εικασίες.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω για τον εγχείρημα του ορισμού της ανθρώπινης φύσης ως ένα σύνολο ψυχολογικών προσαρμογών; Για τον Gould “η ανθρώπινη μοναδικότητα, η ανθρώπινη δύναμη, η ανθρώπινη φύση η ίδια, έγκειται στις συνέπειες» του μεγαλύτερου εγκεφάλου (σελ. 59). Και καθώς οι συνέπειες αυτές δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, δεν μπορούν να μελετηθούν εξετάζοντας την λειτουργία τους ως τέτοιες.
Η κριτική του Buller
Η κριτική του Buller στην θέση της εξελικτικής ψυχολογίας περί ανθρώπινης φύσης διατυπώνεται στο βιβλίο του «Adapting Minds: Evolutionary Psychology and the Persistent Quest for Human Nature». Όπως φαίνεται και από τον τίτλο ο συγγραφέας αντιπαραθέτει το “adapting”( προσαρμοζόμενο) στο adapted (προσαρμοσμένο) που βρίσκουμε στον συλλογικό τόμο Adapted mind:Evolutionary Psychology and the Generation of Culture όπου αναπτύσσονται βασικές θέσεις της εξελικτικής ψυχολογίας. O Buller δεν φαίνεται να πείθεται από την κριτική του Gould καθώς κατηγορεί την έννοια της εξαρμογής για το ίδιο παράπτωμα που κατηγορεί ο τελευταίος την εξελικτική ψυχολογία: για αδυναμία επαλήθευσης. Ωστόσο υποστηρίζει και ο ίδιος ότι «η ιδέα μιας καθολικής ανθρώπινης φύσης είναι βαθιά αντιθετική προς μια πραγματικά εξελικτική αντίληψη του είδους μας» και «μια πραγματικά εξελικτική ψυχολογία θα πρέπει να εγκαταλείψει την αναζήτηση για την ανθρώπινη φύση και μαζί της κάθε προσπάθεια ανακάλυψης συμπαντικών νόμων του ανθρώπου ψυχολογία» (σελ. 419).
Μια γραμμή επιχειρημάτων του Buller ακολουθεί την γραμμή συγγραφέων όπως ο Hull κατακρίνοντας τις ουσιοκρατικές προσεγγίσεις της έννοιας των ειδών γενικότερα. Ο Buller καταρχάς υποστηρίζει πως δεν μπορούμε να ορίσουμε όχι μόνο ένα «κανονικό» μέλος ενός είδους ώστε να αναμένουμε τι χαρακτηριστικά θα φέρει αυτό «κανονικά» αλλά ούτε το «φυσικό περιβάλλον» στο οποίο αναπτύχθηκε μια προσαρμογή. Στην συνέχεια επιτίθεται στην ίδια την έννοια του βιολογικού είδους ως «φυσικό είδος» και τάσσεται με την άποψη που το προσεγγίζει ως «άτομο» (individual). Σε αντίθεση δηλαδή με τα χημικά στοιχεία που ορίζονται από συγκεκριμένες ιδιότητες, τα βιολογικά είδη μοιάζουν περισσότερο με τα κύτταρα που συναπαρτίζουν έναν οργανισμό, με ένα είδος να συναπαρτίζεται από όλα τα μέλη του.
Υπό αυτή την έννοια τα είδη χαρακτηρίζονται όχι τόσο από τις μοναδικές ιδιότητες που μοιράζονται όσοι οργανισμοί ανήκουν σε αυτό αλλά από την κοινή τους γενεαλογία που τα τοποθετεί σε συγκεκριμένο σημείο τους δέντρου της εξέλιξης. Για το λόγο αυτό «τα κοινά χαρακτηριστικά δεν είναι καθοριστικά του ανήκειν στο ίδιο είδος, είναι παρεμπίπτοντα του ανήκει στο ίδιο είδος» (Buller, σελ. 450). Και εφόσον «οι οργανισμοί ανήκουν στο ίδιο είδος λόγω του ότι βρίσκονται σε ένα κοινό γενεαλογικό πλέγμα» και «δεν χρειάζεται να υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά από όλους τους οργανισμούς που ανήκουν σε ένα είδος», όλο το εγχείρημα της εξελικτικής ψυχολογίας να ορίσει τα κοινά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους είναι αβάσιμο.
Ένα άλλο βασικό επιχείρημα του Buller είναι πως η αναλογία ανατομίας και ψυχολογικών μηχανισμών που επικαλούνται οι Tooby και Cosmides είναι άστοχη: η πρώτη έχει κληθεί να προσαρμοστεί σε χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος που είναι σχετικά σταθερά ενώ το ανθρώπινο μυαλό έχει εξελιχθεί ώστε να ανταποκρίνεται σε γοργά μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος. Επιπλέον οι βασικές πιέσεις επιλογής (selection pressures) που καθοδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος της εξέλιξης της ανθρώπινης νοημοσύνης προήλθε κυρίως από την ανθρώπινη κοινωνική ζωή η οποία απέχει πολύ από το να είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό αλλά αντιθέτως χαρακτηρίζεται από συμπεριφορικές διακυμάνσεις. Άρα, συμπεραίνει ο Buller “η πιο προσαρμοστική απάντηση στις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής εξαρτάται από τις στρατηγικές συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων στον πληθυσμό.» Αυτό δημιουργεί το είδος της επιλογής που εξαρτάται από την συχνότητα των χαρακτηριστικών των υπόλοιπων ατόμων του είδους (frequency dependent selection) δηλαδή ευνοεί μια συγκεκριμένη αναλογία διαφορετικών χαρακτηριστικών διάσπαρτων στο ίδιο είδος και όχι ένα και μόνο επικρατούν χαρακτηριστικό (σελ. 426).
Τέλος, σε ένα άλλο σημαντικό επιχείρημα του ο Buller επιτίθεται στην ανάδειξης των προσαρμογών ενός είδους ως πιο σημαντικών από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους και την ταύτισή τους με την ίδια την φύση τους είδους. Δεν υπάρχει κάτι στα χαρακτηριστικά που επικράτησαν ως προσαρμογές που τα κάνει πιο καθοριστικά από αυτά που για παράδειγμα επικράτησαν εξαιτίας τυχαιότητας σε μικρότερους πληθυσμούς (drift to fixation) καθώς ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό που αναπτύχθηκε έτσι θα ήταν εξίσου αποτελεσματικό στην πρόκληση συμπεριφοράς με ένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό που καθορίστηκε από την επιλογή (σελ. 472). Επομένως το να αποδίδεις προνομιακή θέση στις προσαρμογές ώς «πιο φυσικές» από άλλα χαρακτηριστικά δεν έχει καμία βάση στην εξελικτική θεωρία. Όπως λέει δηκτικά «το να βλέπεις τις προσαρμογές ως ‘κεντρικές’ στη ‘φύση’ ενός οργανισμού, με τρόπο που δεν είναι οι μη προσαρμογές, σημαίνει να υιοθετήσεις αυτό που ο φιλόσοφος της βιολογίας Peter Godfrey-Smith αποκαλεί μια μορφή φυσικής θεολογίας» Αποκαλείται έτσι γιατί «μια κεντρική εστίαση στις προσαρμογές είναι ένα θεωρητικό απομεινάρι της θεολογικής κοσμοθεωρίας που κυριαρχούσε πριν από την ανάπτυξη της εξελικτικής θεωρίας» (σελ. 472).
Η κριτική αυτή εκκινεί από το πασίγνωστο επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού, το επιχείρημα του σχεδιασμού. Σύμφωνα με αυτό, όπως αναπτύχθηκε από τον Paley, όπως αν βρίσκαμε ένα ρολόι στην φύση θα υποθέταμε την ύπαρξη ενός σχεδιαστή, έτσι και η ύπαρξη πολύπλοκων κατασκευών στην φύση συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης Θεού. Ωστόσο, παρόλο που η φυσική επιλογή κατάφερε να ερμηνεύσει την ύπαρξη τέτοιων πολύπλοκων σχεδίων, η φυσική επιλογή κάνει πολύ περισσότερα από το να οδηγεί στην διαμόρφωση βέλτιστων χαρακτηριστικών ενώ εξελικτική θεωρία γενικότερα κάνει πολύ περισσότερο από το να εξηγεί την ύπαρξη πολύπλοκων οργάνων και μηχανισμών, όπως για παράδειγμα να εξηγεί την εξαφάνιση των ειδών. Επομένως η εστίαση στο πρόβλημα των πολύπλοκων σχεδιασμών αντανακλά τα ενδιαφέροντα του Paley ενώ «η διατήρηση της εστίασης στο πρόβλημα του σύνθετου σχεδιασμού σημαίνει υιοθέτηση του νατουραλισμού, αλλά μόνο στο πλαίσιο της φυσικής θεολογίας. Είναι σαν να βλέπουμε τη σημασία της εξελικτικής θεωρίας μέσα από έναν φακό που βασίστηκε στους φυσικούς θεολόγους» (σελ. 475).
Επιπλέον, η έμφαση της Εξελικτικής Ψυχολογίας στην ψυχολογικούς μηχανισμούς που έχουν ήδη αναπτυχθεί τους αντιμετωπίζει σαν τελικά προϊόντα όπως το ρολόι στην μεταφορά του Paley (σελ. 478). Στην πραγματικότητα όμως οι όποιοι ψυχολογικοί μηχανισμοί έχουν αναπτυχθεί στο είδος μας δεν είναι παρά προσωρινοί και ενδεχομενικοί. Όταν λάβουμε όμως υπόψη μας πως η εξέλιξη είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται, «θα αναγνωρίσουμε ότι η εξέλιξη δεν έχει τελειώσει μαζί μας ακόμα, και οι τρέχουσες προσαρμογές μας δεν θα φαίνονται πλέον ως περισσότερο καθοριστικές της «φύσης» μας απ’ό,τι παρελθούσες ή μελλοντικές προσαρμογές.». Με το τελευταίο αυτό επιχείρημα ο Buller κάνει ακόμα πιο εμφανή και την επιλογή να δώσει στο βιβλίο του τον τίτλο «προσαρμοζόμενο μυαλό» σε αντιπαραβολή με το «προσαρμοσμένο» μυαλό των εξελικτικών ψυχολόγων, που παρουσιάζει το μυαλό μας ως ένα τελικό προϊόν.
Συμπέρασμα
Βλέπουμε ότι η συζήτηση περί ανθρώπινης φύσης που διαμορφώνεται γύρω από τη θέση της εξελικτικής ψυχολογίας άπτεται ευρύτερων ζητημάτων της φιλοσοφίας της Βιολογίας, όπως για παράδειγμα η φύση των ειδών γενικότερα. Από αυτή την άποψη η Εξελικτική Ψυχολογία δεν έχει καταφέρει να αποφύγει ουσιοκρατικές απόψεις ακόμα και όταν αναγνωρίζει την ποικιλομορφία των ανθρώπων και των ανθρώπινων πολιτισμών.
Επιπλέον γίνεται προφανές τόσο από την κριτική του Gould όσο και του Buller ότι η εξελικτική ψυχολογία ταυτίσει την ανθρώπινη φύση με τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ενώ όμως ο Gould θεωρεί ότι οι περισσότερες λειτουργείς του εγκεφάλου δεν είναι έτσι κι αλλιώς αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, ο Buller εφιστά την προσοχή στο ότι ακόμα και αν είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής, δεν καθιστά αυτούς τους μηχανισμούς περισσότερο «φυσικούς» και άρα στον πυρήνα της φύσης μας από άλλα τυχαία γνωρίσματα του είδους. Ενώ και οι δύο ερευνητές παρουσιάζουν πειστικά επιχειρήματα, η κριτική του Gould φαίνεται να απευθύνει καλύτερα στην τάση της εξελικτικής ψυχολογίας να λειτουργεί αυτό-επιβεβαιωτικά, συχνά εν είδει κυκλικής λογικής (Simon, 2018)
Βιβλιογραφία
Buller, David J. (2006). Adapting Minds: Evolutionary Psychology and the Persistent Quest for Human Nature. Bradford.
Cosmides, Leda, John Tooby, and Jerome H. Barkow (1992). Introduction: Evolutionary Psychology and Conceptual Integration. In J. H. Barkow, L. Cosmides, and J. Tooby (eds.), The Adapted Mind: Evolutionary Psychology and the Generation of Culture (pp. 3–15). New York: Oxford University Press
Gould, Stephen Jay (1991). Exaptation: A Crucial Tool for an Evolutionary Psychology. Journal of Social Issues 47: 43–65.
Gould, Stephen Jay (1997). Evolution: The Pleasures of Pluralism. New York Review of Books 44(11): 47–52.
Hull, David L. (1986). On Human Nature. PSA: Proceedings of the Biennial Meeting of the Philosophy of Science Association 1986:3-13.
Kronfeldner, Maria ; Roughley, Neil & Toepfer, Georg (2014). Recent work on human nature: Beyond traditional essences. Philosophy Compass 9 (9):642-652.
Machery, Edouard (2008). A plea for human nature. Philosophical Psychology 21 (3):321 – 329.
Simón, A. (2018). Will evolutionary psychology become extinct? Evolutionary psychology as the Leaning Tower of Pisa. Journal of Human Behavior in the Social Environment, 28(7), 928–935. https://doi.org/10.1080/10911359.2018.1482810
Tooby, John, and Leda Cosmides (1990a). On the Universality of Human Nature and the Uniqueness of the Individual: The Role of Genetics and Adaptation. Journal of Personality 58: 17–67.
Το θαυμαστό με τον λόγο περι αμερικανικών εκλογών είναι ότι ενσαρκώνει μια κυκλική λογική που αντιστέκεται σθεναρά σε όποιον τολμήσει να ισχυριστεί ότι ε μωρέ, δεν έχουν και πολλή σημασία. Το ξέρω γιατί εχω βρεθεί κι εγώ εγκλωβισμένη για χρόνια σε αυτή την λογική.
Για παράδειγμα οι προοδευτικοί κάπως άνθρωποι που θρηνούν για την επανεκλογή του Τραμπ δεν θα δεχτούν εύκολα το αντεπιχειρημα που καταδεικνύει ότι ελάχιστη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα δύο κόμματα. Θα επιλέξουν πάντα μια ομάδα ανθρώπων για την οποία τάχα η επανεκλογή του Τράμπ κάνει τεράστια διαφορά και θα την υπερασπιστούν μέχρι τέλους ως την πιο σημαντική ομάδα για την οποία μάλλον όσοι δεν ψήφισαν το Άλλο Μεγάλο Κόμμα δεν ενδιαφέρονται. Μάταια θα αναφέρεις κι εσύ άλλες ομάδες καταπιεσμένων και εκμεταλλευμένων για τις οποίες η εκλογή Προέδρου δε θα κάνει καμία διαφορά. Για τους καταπιεσμένους εκείνους δεν θα γινόταν τίποτα έτσι κι αλλιώς θα σου πούνε, για τους δικούς μας καταπιεσμένους κάτι μπορεί να γίνει. Αρα για να μην υπερασπίζεσαι το Άλλο Μεγάλο Κόμμα τους μισείς κι εσύ ή πρέπει να τσεκάρεις το προνόμιό σου.
Μα οι γυναίκες και το δικαίωμα στην έκτρωση θα σου πούνε. Μα η περίθαλψη και η Υγεία. Μάταια θα πασχίσεις να τους εξηγήσεις ότι οι Δημοκρατικοί κυβερνούσαν 4 χρόνια και καμία διαφορά δεν έκαναν στα παραπάνω είτε γιατί δεν ήθελαν είτε γιατι δεν μπορούσαν. Αν δεν ήθελαν γιατί να τους ψηφίσει κάποια? Αν μπορούσαν και δεν το έκαναν μάλλον χρησιμοποιούσαν το ζήτημα για μελλοντικό εκβιασμό των ψηφοφόρων και κούφιες υποσχέσεις άρα γιατί να τους πιστέψεις τώρα? Αν δεν μπορούσαν ποτέ να το αλλάξουν και πάλι: γιατί να τους ψηφίσεις? Για να μην γίνουν τα πράγματα χειρότερα θα σου αποκριθούνε. Μα τους ψήφισαν και ΕΓΙΝΑΝ χειρότερα θα τους πεις. Ε ναι γιατί δεν μπορούσαν να αντιστρέψουν τις προηγούμενες αποφάσεις του Άλλου Μεγάλου Κόμματος θα σου πουν. Ε αφού δεν μπορούν να αντιστρέψουν τα πράγματα γιατί να τους ψηφίσει κανείς? Για να μην γίνουν ΧΕΙΡΌΤΕΡΑ θα σου απαντήσουν θριαμβευτικά!
Η κυκλικότητα αυτής της λογικής είναι σχεδόν αναπόδραστη. Αν όμως ο συνομιλητής σου είναι λίγο υποψιασμένος θα το γυρίσει στο βιωματικό. Δεν σκέφτεσαι όλες αυτές τις γυναίκες που θα δουν έναν κακοποιητή να αναλαμβάνει στο αξίωμα του Προέδρου? Οι γυναίκες βλέπουν κάθε μέρα τους κακοποιητές τους να τη βγάζουν λάδι και να χαίρουν εκτίμησης στην κοινωνία και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γιατί εξαρτώνται από αυτούς οικονομικά -γιατί είναι τα αφεντικά τους, οι συζυγοί τους, οι πατεράδες τους. Όπως ελάχιστο αντίκτυπο είχε το κίνημα των διάσημων του #MeToo στην μέση φτωχή γυναίκα που δεν μπορεί να καταγγείλει το αφεντικό της για να μην χάσει τη δουλειά της ή επειδή δεν έχει λεφτά για δικαστήρια, έτσι και ελάχιστη διαφορά θα κάνει η επανεκλογή του Τραμπ. Η εκλογή του όσο και μια εκλογή της Κάμαλα δεν αποτελούν παρά μία ηθική νίκη των ψηφοφόρων οι οποίοι ταυτίζονται μαζί τους.
Παρακολουθούσα τις φεμινιστικές σελίδες που στήριζαν Κάμαλα τόσες βδομάδες και δεν είχν κυριολεκτικά κανένα ΑΠΟΛΥΤΩΣ πρόταγμα. Όλη η καμπάνια ήταν προσωπικές επιθέσεις στον Τραμπ και απειλές ότι θα φέρει τον φασισμό -ούτε ΈΝΑ πράγμα που θα έκαναν καλύτερο οι δημοκρατικοί. Τέτοιο ήταν το θράσος τους που μια φεμινιστική σελίδα με εκατομμύρια ακολούθους δήλωσε ότι θέλει απλά πρόεδρο που θα μπορεί να ξεχάσει για όλοκληρες βδομάδες -δλδ έναν πρόεδρο που δε θα έχει κάποιο θετικό αντίκτυπο στη ζωή μας, απλά δε θα μας σπάει τα νεύρα. Ο λίμπεραλ φεμινισμός στην υπηρεσία του απολίτικου ως συνήθως. Του είδους του επικίνδυνου απολίτικου κιόλας που θέλει να πιστεύει ότι σε αντιδιαστολή με όσους απέχουν από τις εκλογές ή ψηφίζουν ένα μικρό κόμμα είναι και πολιτικοποιημένο.
Η τραγική αλήθεια είναι ότι όποιο κόμμα και να εκλεγεί δε θα κάνει διαφορά στις ζωές των ανθρώπων, θα είναι απλά μια συμβολική νίκη. Ούτε ο Τραμπ θα κάνε κάποια διαφορά στην ζωή των ψηφοφόρων του πέρα από μια ηθική ικανοποίηση ότι δεν κέρδισαν οι φεμινίστριες με τα μπλε μαλλιά. Αυτό που κερδίζει κάθε φορά είναι μια αισθητική και αυτό ικανοποιεί ακριβώς το μισό των ψηφοφόρων ενώ κρατάει το άλλο μισό απασχολημένο τόσο όσο. Τόσο όσο ώστε μην ασχοληθεί με το γεγονός ότι μάλλον ένα σύστημα όπου τρέμει το φυλλοκάρδι τους κάθε 4 χρόνια για να μην χάσουν Βασικά Δικαιώματα™ δεν είναι κάτι που αξίζει υπεράσπισης και ούτε συμμετοχής. Τόσο όσο να μην προσέξουν ότι το Κράτος συνεχίζει να έχει έλεγχο πάνω στο τι κάνεις στο σώμα σου, απλά θες να σου γνέψει καταφατικά παρόλο που θα συνεχίζει να επιβάλει περιορισμούς και χρονικά όρια στις εκτρώσεις. Και όσο του αναγνωρίζεις την εξουσία να σου παραχωρεί άδεια για το τι θα κάνεις με το σώμα σου, του αναγνωρίζεις και την εξουσία να στην πάρει πίσω. Τόσο όσο να μην προσέξεις ότι και τα δύο κόμματα γίνονται endorsed από διαφορετικούς δισεκατομμυριούχους για τους οποίους θα πρέπει να σκάσεις και να δουλεύεις όποιο κόμμα και να βγει.
Αλλά τι να κάνουμε που ο άνθρωπος θέλει εκ φύσεως να ελπίζει, θέλει να πιστεύει ότι μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του με απλά ανώδυνα πράγματα. Όπως χτυπάς ξύλο καλού κακού για να μην γρουσουζέψεις κάτι, έτσι κι όλας ψηφίζεις, ακόμα και αν δεν το πιστεύεις μωρέ. Έτσι για το τελετουργικό. Γιατί είναι καλύτερο από το τίποτα. Και το τίποτα είναι η μόνη εναλλακτική επιλογή που σου προσφέρεται από το ίδιο το σύστημα -και οποιαδήποτε άλλη ή φαντάζει υπερβολικα κοπιαστική ή κρίνεται παράνομη.
Η φάση με τον P. Diddy, την οποία δεν έχω παρακολουθήσει από πολύ κοντά, κάνει εμφανή όλα τα σημεία τα οποια έχουν πλέον κουράσει με το cancelling. To όλο ζήτημα δεν αφορά απλά έναν ισχυρό άντρα που αντιμετωπίζει τις συνέπειες τον πράξεων του, όπως πολλές φορές απλοποιημένα παρουσιάζεται. Μετατρέπεται σε άλλο ένα θέαμα της show biz που το κοινό παρακολουθεί παθητικά αδυνατώντας να επέμβει παρά μόνο με τον μοναδικό τρόπο που έχει εκπαιδευτεί να ασκεί οποιαδήποτε εξουσιά: την εξουσία τους ως καταναλωτές. Καταναλωτές των social media, καταναλωτές Netflix, spotify, καταναλωτές προφίλ, καταναλωτές stories. Α, και παραγωγοί likes και content.
Αφενός λοιπόν η όλη φάση έχει έντονα τα στοιχεία του «sex scandal» που όμως τώρα πλασάρεται ως φεμινιστική νίκη: αναπτύσσεται μια ολόκληρη φιλολογία και παραφιλολογία με ζουμερές λεπτομέρειες και εικασίες τις οποίες το κοινό προσπαθεί να παρακολουθήσει από την κλειδαρότρυπα. Είναι η παλιά ιστορία των πάρτυ οργίων. Αφετέρου, το κοινό διψώντας για αίμα προσπαθεί να νιώσει ότι συμμετέχει σε ολο αυτό ακυρώνοντας διαδοχικά όλο και περισσότερους σταρ που θεωρούνται ότι έχουν ανάμειξη, προσπαθούν να βρουν ολο και περισσότερους υπεύθυνους να βάλουν στο στόχαστρο και όλο και περισσότερα θύματα στα οποία να συμπαρασταθούν, αδυνατώντας συχνά να καταλήξουν σε τι από τα δύο να κατατάξουν καποιον διάσημο. Το ιντερνετ κατάκλύζεται από περισσότερες φωγογραφίες σταρ, φωτογραφίες που οι παπαράτσι δούλεψαν υπερωρίες για να βγάλουν και τάισαν τα δεκάδες σκανδαλοθηρικά περιοδικά που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια πριν λίγες δεκαετίες για να μας δείξουν τις σκοτεινές (συνήθως απλά άβαφες) πλευρές των λαμπερών μας σταρ. Η Beyonce λεγεται ότι έχασε εκατομμύρια followers λόγω της σχέσης της με τον Diddy. Θα επιβιώσει η αγαπημένη μας μαύρη σταρ το πλήγμα, θα καταφέρει να βγει καθαρή? Το cancelling έχει την τάση να διαδίδεται σαν μίασμα, σαν ιός που μολύνει όποιον αγγίξει τον αρχικό κανσελαρισμένο και είσαι τόσο καλυτερη φεμινίστρια όσο πιο πολύ εξαπλώσεις κι εσύ το κανσελαρισμά σου από τον αρχικό κύκλο.
Εν τέλει όλο αυτό μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι οπου ο καθένας μπορεί να ψηφίσει με το like του ή το unfollow του δλδ ως καταναλωτής και τίποτα περισσότερο. Ένα παιχνίδι του οποίου του διακύβευμα περιορίζεται στο τι είδους σταρ θέλουμε, τι είδους celebrities μας αξίζουν, με τι εκατομμυριουχους ταυτιζομαστε. Έχει μεγάλη σημασία γιατί οι celebrities μας εκπροσωπούν περισσότερο και από τους πολιτικούς μας, εκεί θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους έχουμε ανεβάσει εμείς, ότι υπάρχει κάποια αξιοκρατία σε αντίθεση με την χρεοκοπημένη πολιτική σκηνή την οποία κανείς δεν παίρνει πια στα σοβαρά. Όλο αυτό λοιπόν παραμένει ένα θέαμα, μια υπέρτατη μορφή ανάθεσης από το παθητικό κοινό. Ο P.Diddy βασίλευσε στο star system επί δεκαετίες και ξηλώνεται τώρα που πλέον θεωρείται irrelevant και η εξουσία του έχει φθαρεί. Άλλοι πλούσιοι και ισχυροί θα τον διαδεχτούν γιατί απλά έτσι λειτουργεί η εξουσία. Τελικα όλο αυτό αποπροσανατολίζει από το βασικό ζήτημα: κάποιοι έχουν εξουσία και κάποιοι όχι, οι πρώτοι την εκμεταλλεύονται, οι δεύτεροι πρέπει να υποταχτούν. Το θέμα δεν είναι ηθικιστικο, είναι συστημικό και η λύση δεν είναι να έχουμε καλύτερους ανθρώπους στην εξουσία ούτε πιο αγνούς καλλιτέχνες στο spotify μας.
Μου στέλνει ο μπαμπάς μου ένα βιντεάκι με τίτλο «πώς καταφέραμε να ταξιδεύουμε μόνιμα τον κόσμο» όπου επί 40 λεπτά ένας τύπος πλασάρει τον ψηφιακό νομαδικό τρόπο ζωής τραβώντας το βίντεο ενώ περιπλανιέται σε κάποια εξωτική παραλία. Η μεταφορά είναι χαρακτηριστική: ο νομάδας είναι αεικίνητος και δεν έχει κανένα σταθερό σήμείο αναφοράς. Ο νομάδας μπορεί να απολαμβάνει το καλοκαίρι 365 μέρες το χρόνο σαν ένας μονιμος τουρίστας.
Τώρα για μένα ο ψηφιακός νομαδισμός ως μοντέλο δεν είναι τίποτα άλλο από την περαιτέρω επέκταση της λογικής του καπιταλισμού: το κεφάλαιο μας θέλει πλήρως ευέλικτους, ρευστούς και απεδαφικοποιημένους όπως είναι το ίδιο. Ο κοσμοπολιτισμός ανάγεται σε αυταξία όχι τόσο επειδή σηματοδοτεί την παρακμή του εθνικισμού όσο την απαξίωση της έννοιας της κοινότητας. Οι άνθρωποι καλούνται να είναι απλά άτομα, μονάδες χωρίς ρίζες, που δεν ανήκουν σε κανένα δίκτυο, που δεν έχουν κανένα δεσμό και γι αυτό μπορούν να μετακινηθούν ανά πάσα στιγμή.
Η διαφορά με την μετανάστευση είναι η εξής: ενώ για δεκαετίες οι καπιταλισμός καλούσε τους εργάτες να ξεριζωθούν και να μετακινηθούν εκεί όπου χρειάζονται εργατικά χέρια (ή όπου το δημόσιο προκηρύσσει κενές θέσεις) σαν οι ίδιοι να μην είναι τίποτα άλλο από ένας συντελεστής παραγωγής όπως η ξυλεία, τώρα ο εργαζόμενος καλείται να μετακινηθεί εκεί όπου δεν θα γονατίζει υπό το βάρος του ενοικίου και των λοιπών εξόδων. Δημιουργείται έτσι ένα εργατικό δυναμικό δύο ταχυτήτων, όπου οι εργάτες εκτοπίζονται και μένουν εγκλωβισμένοι εκεί όπου βρίσκουν δουλειά ενώ οι ψηφιακά εργαζόμενοι μετακινούνται εκεί όπου τη βγάζουν καλύτερα οικονομικά κάνοντας τη ζωή ακριβότερη για τους πρώτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι ψηφιακοί νομάδες δεν είναι τίποτα στελέχη επιχειρήσεων, είναι είτε υπάλληλοι που μπορούν να δουλεύουν ψηφιακά είτε άνθρωποι που η οικονομική ανασφάλεια τους ανάγκασε να μετατρέψουν τον εαυτό τους σε επιχείρηση και να εξερευνήσουν λογιστικά όλους αυτούς τους τρόπους που θα μπορούν να βγάλουν λίγα χρήματα, με ένα διαδικτυακό μάθημα από δω, λίγο pet sitting από εκεί, κανα monetized βιντεάκι από την άλλη. Παρόλο που δεν είναι ακριβώς το απαύγασμα του προνομίου, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την ντοπια εργαζόμενη τάξη γιατί αφενός απολαμβάνουν μισθούς που δεν αντιστοιχούν στις χώρες που μένουν αυξάνοντας τις τιμές και αφετέρου δεν έχουν καμία σύνδεση με τον τόπο και άρα καθόλου stakes σε αυτόν. Είναι απλά προσωρινοί εκεί και άρα δεν ενδιαφέρονται να αλλάξουν κάτι, αν δεν τους βολεύει μπορούν απλα να την κάνουν. Αλήθεια, τι είδους πολιτική οργάνωση μπορεί να υπάρξει έτσι; Καμία, οι νομάδες είναι φτερά στον άνεμο και δεν μπορούν να οργανωθούν και να διεκδικήσουν κάτι ούτε στον τόπο εργασίας τους ούτε στον τόπο κατοικίας τους. Μπορούν να παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας τους ως θέαμα εντελώς ανίκανοι να επέμβουν ενώ σπάνια έχουν στοιχειώδεις γνώσεις των πολιτικών ζητημάτων στις χώρες που διαμένουν.
Ωστόσο η συνεχής μετακίνηση από χώρα σε χώρα με μια βαλίτσα στο χέρι συνεχίζει να προβάλλεται ως γενναιότητα, ως σημάδι περιπετειώδους και άρα υγιούς προσωπικότητα, ως μια συσσώρευση εμπειριών καθώς καταναλώνεις χώρες, τοπία και εξωτικές κουλτούρες. Το είδος των σχέσεων που απαιτείται για έναν τέτοιο lifestyle είναι ακριβώς το είδος των σχέσεων που συμβαδίζει με τον καπιταλισμός. Καλείσαι να γίνεις ένα πλήρως αυτόνομο άτομο που δε θα χρειάζεται τους άλλους, θα μπορεί βέβαια να σχετιστεί προσωρινά μαζί τους αλλά δε θα πρέπει να δεθεί με αυτούς γιατί θα κληθεί να τους εγκαταλείψει για μια νέα περιπέτεια η εργασιακή ευκαιρία. Και αν σου λείπουν όλοι οι συγγενείς σου, οι φίλοι που έκανες μέσα στο πέρασμα των χρόνων στην χώρα σου ή το αγαπημένου σου στέκι και σε πιάνει νοσταλγία αυτό είναι οριακά παθολογικό αφού κανείς δεν είναι αναντικατάστατος και θα πρέπει απλά να γίνεις περισσότερο εξωστρεφής και προσαρμοστικός.
Ο δημιουργός του βίντεο βέβαια δεν είανι μόνος του, έχει μαζί του και την σύντροφό του κάτι που σχετίζεται με αυτό που ειπώθηκε σε προηγούμενο ποστ: απουσία κάθε έννοιας κοινότητας τις συναισθηματικές σου ανάγκες και τις υπαρξιακές ανησυχίες καλείται να καλύψει αποκλειστικά η ερωτική σου σχέση. Και αν χωρίσεις και πέσεις σε βαριά κατάθλιψη μάλλον θα έχεις κάποιο είδος διαταραχής ή τραύματος. Μην ανησυχείς όμως, θα στο λύσει ο ψυχολόγος σε κάποια διαδικτυακή συνεδρία.