
Εδώ βλέπουμε την κουλτούρα του βιασμού στην πιο ατόφια μορφή της , τον βιασμό δηλαδή καθαρά ως πράξη τιμωρητική, ως πειθάρχηση των γυναικών, απογυμνωμένη από κάθε υπόνοια απόλαυσης και σεξουαλικής όρμής εκ μέρους του άντρα. Ο βιασμός ως «μία συνειδητή διαδικασία εκφοβισμού με την οποίο όλοι οι άντρες διατηρούν όλες τις γυναίκες σε μία κατάσταση φόβου», όπως το έθεσε η Susan Brownmiller στο βιβλίο της Against Our Will: Men, Women and Rape. Όχι κάτι που διαπράττουν όλοι οι άντρες φυσικά, αλλά μια στρατηγική που εφαρμόζεται συλλογικά εναντίον των γυναικών προς όφελος συλλογικα αντρών που έτσι διατηρούν την εξουσία τους πάνω τους. Ο συντάκτης καλεί τους άντρες να βιάσουν για ένα συγκεκριμένο σκοπό: την επικράτηση του αντρικού φύλου.
Ο βιασμός, όπως παραδέχεται και ο συντάκτης, δεν έχει εδώ καμία σχέση με την επιθυμία ή την κάβλα, είναι μία υπολογισμένη τακτική, άρρηκτα συνδεδεμένη με την βία, που θα βάλει στη «θέση τους» τις απείθαρχες γυναίκες, αυτές δηλαδή που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι, να βγάλουν γλώσσα, να δείξουν τσαμπουκά, να αψηφήσουν την ανωτερότητα του άντρα. Οι γυναίκες αυτές έτσι παιρνουν αυτό που τους αξίζει, γιατί αν ήξεραν την θέση τους δε θα αναγκαζόταν κανείς να την βιάσει. Το ξέραμε πάντα ότι ο βιασμός προορίζεται γι αυτές τις γυναίκες, αυτές που δεν ξέρουν την θέση τους, αυτές που δεν μένουν σπίτι τους, που δεν ντύνονται σεμνά, που τολμούν να φλερτάρουν και να προκαλούν τους άντρες, αυτές που τους λένε όχι όταν ξέρουν οτι αυτοί τις ποθούν, αυτές που πίνουν, που παίρνουν ναρκωτικά, που κάνουν σεξεργασια, που έχουν άντρες φίλους, που δεν είναι αρκετά συνετές και προσεκτικές. Οταν λέμε ότι μια γυναικα πήγαινε γυρεύοντας ουσιαστικά υπονοούμε ακριβώς αυτό, οτί έλαβε την τιμωρία που της άξιζε για την καταπάτηση των κανόνων που άρρητα επιβάλλονται στο φύλο της. Οι κανόνες αυτοί συμπυκνώνονται γενικά στην υποταγή στους όρους που τους θέτουν οι άντρες.