Η πατριαρχία ανέκαθεν επένδυε την γυναικεία οικιακή εργασία με τον μανδύα της αγάπης και του έρωτα ώστε να το παρουσιάζει ως κάτι που αυτή προσφέρει από την καρδιά της και άρα δεν απαιτεί ανταπόδοση -σε αντίθεση με την μισθωτή αντρική εργασία που προσφέρεται πάντα επί πληρωμή. Αυτή η αντίληψη επιτρέπει σε διάφορους τύπους να εξαίρουν τις «καραγυναικάρες»* που αναλαμβάνουν όλα τα καθήκοντα του σπιτιού χωρίς να ζητάνε ποτέ τιποτα ως μια αξία που όλες θα πρέπει να ενστερνιστούμε και σε τύπους/ισσες οπως αυτου του ποστ να τις ψέγουν ως ακαμάτρες που στο τέλος θα τις παρατήσουν. Ταυτόχρονα επιτρέπει την κυκλοφορία τέτοιων σλογκαν σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκα κάνει οικειοθελως την υπηρέτρια με μόνη ανταμοιβή ένα ποίημα και λίγο ρομαντισμό και ταυτίζουν την αγάπη με την νοικοκυροσύνη.
Κορίτσια, ΙT’S A TRAP! Δεν είμαστε υποχρεωμένες να δείχνουμε την αγάπη και αφοσίωσή μας με τέτοιου είδους φροντίδες σε εργατοώρες -εκτός βέβαια αν το απολαμβάνουμε πραγματικά. Ούτε έχουμε την νοικοκυροσύνη στο DNA μας, δεν είναι μεταλλαγμένες όσες δεν γουστάρουν να ψήνουν μηλόπιτες και να σιδερώνουν πουκάμισα ως μέσο συναισθηματικής έκφρασης!
Γράφει ο Π. Μπουρντιέ για το θέμα:
«Αυτή η οικιακή εργασία περνά στην ουσία απαρατήρητη, ή αντιμετωπίζεται αρνητικά (με την τελετουργική καταγγελία, παραδείγματος χάρη, της γυναικείας κλίσης προς τη φλυαρία, στο τηλέφωνο κυρίως…) και, όταν επιβάλλεται στο βλέμμα, αποπραγματοποιείται μέσω της μεταβίβασης της στο χώρο της πνευματικότητας, της ηθικής και του «συναισθήματος», που διευκολύνει το μή κερδοσκοπικό και «ανιδιοτελή» χαρακτήρα της.
Το γεγονός ότι η οικιακή εργασία της γυναίκας δεν έχει αντιστοιχία σε χρήμα συντελεί εντέλει στην υποτίμησή της, ακόμα και στα μάτια των ίδιων των γυναικών, σαν αυτός ο χωρίς εμπορική αξία χρόνος να είναι και χωρίς σημασία και να μπορεί να δοθεί χωρίς αντάλλαγμα, και χωρίς όρια, κατ’αρχάς στα μέλη της οικογένειας, και κυρίως στα παιδιά, καθώς επίσης και έξω από την οικογένεια, για εθελοντικά έργα, στην Εκκλησία, σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, ή, όλο και περισσότερο, σε οργανισμούς και κόμματα.»
P. Bourdieu, Η Ανδρική Κυριαρχία, σελ. 178-179