Τον τελευταίο χρόνο έχω ανακαλύψει στο facebook μία ξενόγλωσση φεμινιστική σελίδα που καταπιάνεται με θέματα σχέσεων. Με τράβηξε σε αυτή το γεγονός οτι δεν ασχολείται με θέματα εξόφθαλμης βίας και κακοποίησης αλλά περισσότερο με την ασυμμετρία στις έμφυλες σχέσεις όπου η γυναίκα καλείται να καταβάλει περισσότερη οικιακή αλλά και συναισθηματική εργασία και όπου υφίσταται συνεχείς χειραγωγήσεις και μικρές καθημερινές πατριαρχικές απογοητεύσεις και ταπεινώσεις. Τα ζητήματα αυτά άπτονται των εμπειριών τολμώ να πω σχεδον όλων των γυναικών καθώς τα περισσότερα από οσα αναφέρει τα έχουμε βιώσει λίγο πολύ όλες ή τα έχουμε δεί να εκτυλίσσονται στο στενό μας περιβάλλον ακόμα και σε σχέσεις που γενικά δεν θεωρούσαμε ως «προβληματικές» ή «καταπιεστικές».
Οι αναρτήσεις της σελίδας αυτής παίρνουν συχνά την λαοφιλή μορφή συμβουλευτικής στήλης: βασίζονται δηλαδή στο μήνυμα κάποιας αναγνώστριας που περιγράφει την κατάσταση με τον σύντροφό της το οποίο συνοδεύεται από τη απάντηση της διαχειρίστριας. Δεν είναι όμως η λύση που αναζητά συνήθως η αναγνώστρια. Είναι η επιβεβαίωση ότι δεν είναι «τρελή» και «υπερβολική», ότι η αίσθηση που έχει ότι κάτι δεν πάει καλά -ότι βιώνει μια αδικία- δεν είναι παιχνίδι της φαντασίας της, ότι δεν έχει παράλογες απαιτήσεις από τον σύντροφο της -όπως αυτός συνήθως προσπαθεί να την πείσει και οτι δεν είναι μόνη της σε όλο αυτό, υπάρχου κι άλλες που έχουν βιώσει το ίδιο πράγμα. Η επιβεβαίωση αυτή αναμένεται να προσφέρει τεράστια ανακούφιση γιατι οι γυναίκες όντας απομονωμένες «ένας εναντίον ενός» εντός του ιδιωτικού χώρου, δυσκολεύονται να βρουν το δίκιο τους. Όπως το θέτει και η Σιμόν Ντε Μποβουρά στο Δεύτερο Φύλο:
«οι γυναίκες δε διαθέτουν τα συγκεκρμένα μέσα για να σχηματίσοην ενότητα που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί. Δεν έχουν δικό τους παρελθόν, ιστορία, θρησκεία και δεν είναι αλληλέγγυες όπως οι προλετάριοι σε θέματα εργασίας και των συμφερόντων τους. Δεν υπάρχει καν μεταξύ τους εκείνος ο συγχρωτισμός στον ίδιο χώρο ο οποίος μετατρέπει σε κοινότητα τους μαύρους της Αμερικής, τους Εβραίους των γκέτο, τους εργάτες του Σεν-Ντενί ή των εργοστασίων της Ρενό. Ζουν διασκορπισμένες ανάμεσα στους άντρες, συνδεόμενες με δεσμούς χάρη στην κατοικία, την εργασία, τα οικονομικά συμφέροντα, την κοινωνική κατάσταση με ορισμένους άντρες -πατέρα ή σύζυγο- πολύ στενότερα απ’ό,τι με άλλες γυναικες.»
Η απομόνωσή μας αυτή από τις άλλες γυναίκες εντός του ιδιωτικού χώρου μιας σχέσης, απουσία μαρτύρων, συναδέλφων κτλ, μας καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτες στην χειραγώγηση και το gaslighting. Επειδή η ασυμμετρία των έμφυλων σχέσεων είναι ο κανόνας και επειδή η έμφυλη κοινωνικοποίηση ενθαρρύνει αφενός τους άντρες να επιβάλλουν τη θέλησή τους και αφετέρου τις γυναίκες να νιώθουν ενοχικές και να γίνονται υποχωρητικές, οι γυναίκες συχνά στρέφονται στις διαδικτυακές κοινότητες. Με λίγα λόγια, για τις λιγότερο τυχερές που δεν έχουν έστω μια δυο φεμινίστριες φίλες να τους πουν «όχι δεν είσαι υπερβολική, ναί ειναι μαλάκας», μια φεμινιστική διαδικτυακή κοινότητα είναι συχνά η μόνη διέξοδος. Κι αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που σελίδες όπως τα «φεμινιστικά παραληρήματα» και το ίδιο το Ναι, είσαι μισογύνης είχαν τόση απήχηση.
Τελευταία όμως, όταν που πατάω να διαβάσω την απάντηση της διαχειρίστριας σε αγωνιώδεις ερωτήσεις αναγνωστριών μου βγάζει όλο και συχνότερο το μήνυμα πως η απάντηση είναι προσβάσιμη μόνο για συνδρομήτριες. Κι αυτο άρχισε να μου χτυπάει πολύ άσχημα. Όχι μόνο γιατί η τιμή, περίπου 7 ευρώ το μήνα (7 ευρώ εγώ δε δίνω ούτε στο spotify), δημιουργεί αποκλεισμούς και κάνει την πρόσβαση σε μια διαδικτυακή κοινότητα ένα είδος λέσχης ανάλογης των gentlemen club. Αλλά γιατί πατάει ακριβώς στην ευαλωτότητα των γυναικών εντός σχέσεων, στο άγχος τους και την ανάγκη τους για επιβεβαίωση , ώστε να προσφέρει ένα «προιόν» που θα έπρεπε προσφέρεται δωρεάν. Και μου φαίνεται ιδιαίτερα χειριστικό ότι ενώ η ερώτηση είναι ελεύθερα προσβάσιμη επιτρέποντας στις χιλιάδες αναγνώστριες να ταυτιστούν με αυτό, μας αφήνει σε ένα cliffhanger.
Στην ουσία μια τέτοια στήλη πουλάει «sisterhood»: αντί να έχουμε ένα φεμινιστικό περιβάλλον που θα μας ακούσει με κατανόηση και θα μας προσφέρει validation,εξαρτίομαστε από μια φεμινίστρια «ειδικό», μια ιέρεια που θα μας δώσει τον φεμινιστικό χρησμό. Αυτού του είδους η ιεραρχία θα ήταν προβληματική ακόμα και αν ήταν δωρεάν, αλλά η εμπορευματοποίηση του φεμινισμού με αυτό το τρόπο μου φαίνεται ιδιαίτερα χυδαία. Είναι σαν να συνεχίζουν να μας έχουν αποκομμένες τη μία από την άλλη και ακόμα και για μοιραστούμε το κοινό βίωμά μας έχουμε ανάγκη τη μεσολάβηση της επιχειρηματικότητας -της «γυναικείας επιχειρηματικότητας» που εκμεταλλεύεται τις αγωνίες και το άγχος ομοφύλων της για να της πουλήσουν ανακούφιση, αλληλεγγύη και ενδυνάμωση.
Το τελευταίο κύμα φεμινισμού που διαδόθηκε αστραπιάια μέσω του διαδικτύου γεμίζοντάς μας όλες στιγμές φεμινιστικής «επιφοίτησης» και αισιοδοξίας, τελικά μετατράπηκε σε ένα διαδικτυακό προιόν που απορρόφησε μεγάλο μέρος των φεμινιστριών οι οποίες βρήκαν τρόπο να εξαργυρώσουν την ενασχόλησή τους με τα έμφυλα θέματα κάνοντας το χόμπυ τους επάγγελμα -ακριβώς όπως προσβεύει ο νεοφιλελευθερισμός. Κι αυτό, ως φαίνεται, ήταν ένας πάρα πολύ αποτελεσματικός τρόπος αποριζοσπαστικοποίησης του κινήματος αλλά αναπόφευκτα και έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ φεμινιστριών για το μοίρασμα της φεμινιστικής πίτας -κάτι το οποίο σκοπεύω να θίξω σε επόμενο ποστ.