Με το υποτιθέμενο «δημογραφικό», την «υπογεννητικότητα» και το ζήτημα της μητρότητας στην Ελλάδα -και όχι μόνο- θα πρέπει να είμαστε διπλά προσεκτικές. Από τη μία θα πρέπει να εφιστούμε την προσοχή στο πως το κράτος εντείνει την χρήση ιδεολογικών μηχανισμών και παραδοσιακών αξιών (εθνικισμός, καλλιέργεια τύψεων για τις εκτρώσεις, το shaming της «γεροντοκόρης») για να πιέσει τις γυναίκες να κανουν παιδιά χωρίς να τους προσφέρει την πρακτική και υλική βοήθεια που χρειάζονται και που δικαιούνται (επιδόματα, υποδομές κτλ).
Από την άλλη δε θα πρέπει να αναλύουμε το θέμα σαν αυτός να είναι ο μόνος αποτρεπτικός παράγοντας για κάθε γυναίκα, να συμπεριφερόμαστε δηλαδή σαν κάθε μία να είναι μία υποψήφια μητέρα αρκεί να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες οικονομικής (ή και συναισθηματικής) ασφάλειας. Θα πρέπει να αναγνωρίζουμε πως όσο οι γυναίκες απελευθερώνονται απο τους καταναγκασμούς της πατριαρχίας που τις προόριζε υποχρεωτικά για την οικιακή και αναπαραγωγική εργασία, δλδ το νοικοκυριό και την μητρότητα, κάποιες θα ανακαλύπτουν ότι καθόλου δεν τις συγκινεί ο ρόλος της μητέρας γιατί είναι κι αυτός όπως κάθε άλλη δουλειά: δεν ταιριάζει σε όλες.
Δυστυχώς βλέπουμε ακόμα και προοδευτικές, φεμινιστικές θα έλεγε κανεις, αναλύσεις, να προσεγγίζουν το θέμα σαν οι μόνοι λόγοι που οι Ελληνίδες δεν κάνουν παιδιά να είναι οικονομικοί και η αύξηση των γεννήσεων να είναι αποκλειστικά θέμα κατάλληλων «κινήτρων». Η παροχή κατάλληλων οικονομικών κινήτρων βέβαια μπορεί να αυξήσει τις γεννήσεις γιατί οι γυναίκες και γενικά οι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν γονείς αλλά εμποδίζονταν από οικονομικούς περιορισμούς τώρα μπορούν να έχουν ένα εμπόδιο λιγότερο -παρά ένα κίνητρο περισσότερο, κάτι που υποννοεί ότι κάποι@ θα κάνουν παιδιά για να τσεπώσουν το επίδομα, όπως λέγεται για τις γυναίκες σε βορειο-ευρωπαικές χώρες. Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να αναλογιστούμε οτι χώρες όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολύ χειρότερες οικονομικές συνθήκες από την Ελλάδα έχουν πολύ περισσότερες γεννήσεις ανά γυναίκα γιατί η οικονομική εξάρτηση των γυναικών και η χαμηλή κοινωνική της θέση τις καθιστούν περισσότερο υποχρεωμένες να εκπληρώσουν τον παραδοσιακό, πατριαρχικό τους ρόλο. Οι Ελληνίδες μερικές γενιές πριν έκαναν περισσότερα παιδιά όχι επειδή απολάμβαναν περισσότερης κρατικής και μη υποστήριξης αλλά επειδή το να μην κάνουν παιδιά ήταν απλά αδιανόητο καθώς η μητρότητα ήταν ταυτισμένη με την ίδια τους την «φύση».
Σε μια ιδανική κοινωνία οι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν γονείς θα υποστηρίζονται ή μάλλον θα ανταμείβονται από την ίδια την κοινωνία για το έργο που προσφέρουν καθώς χωρίς την αναπαραγωγή η ίδια η κοινωνία θα κατέρρεε και θα εξαφανιζόταν -κάτι που είναι διαφορετικό με την στενή εθνικιστική σκοπιά σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος θέλει να αυξήσει τον πληθυσμό του σε σχέσει με τα άλλα. Σε μια ιδανική κοινωνία όμως θα πρέπει και η κατασκευή της γυναικείας υποκειμενικότητας να αποδεσμευτεί από την μητρότητα, να γίνει πράξη ότι οι γυναίκες δεν είναι απλά εν δυνάμει μητέρες και να πάψει να ασκείται πίεση σε αυτές με τρόπο που διαφορετικά θα νιώθουν ελλιπείς, ανολοκλήρωτες, αποτυχημένες. Πραβλέποντας στην ρητορική μας να συμπεριλάβουμε ότι δεν είναι όλες οι γυναίκες ένα επίδομα ή ένα δωρεάν βρεφονηπιακό σταθμό μακριά από το να γίνουν μάνες, υποπίπτουμε στο ίδιο ουσιοκρατικό σφάλμα με την πατριαρχία.