Yπάρχουν γυναίκες που τρώνε καθημερινά τα σκατά της πατριαρχίας και της συνεχούς ανάκρισης τους σώματος τους από τα πρότυπα ομορφιάς και αντί να πολεμήσουν την πατριαρχια και τα πρότυπα αυτά επιλέγουν να επιτεθούν σε άλλες γυναίκες.
Αυτό ακριβώς κάνει η Μουτίδου σε ένα από τα τελευταία βίντεό της όπου απαντά στο χοντροφοβικό βίντεο της Λατινοπούλου. Αντί να υπερασπιστεί τα χοντρά σώματα γίνεται αμυντική (ούτε εμείς θέλουμε να είμαστε έτσι αλλά είμαστε άρρωστα) και επιλέγει να επιτεθεί στις γυναίκες που αντιθέτως πληρούν τα πρότυπα ομορφιάς με άκρως υποτιμητικούς όρους («πλαστικοποιημένες») κατασκευάζοντας μια εντελώς αξιοθρήνητη εικόνα για αυτές ως θλιβερές, δυσκοίλιες, με ψεύτικες ζωές και εν τέλει αγάμητες γιατί ποιος τις γαμάει αυτές με τέτοια ζωή που έχουν. Το σεξ και η αντρική αποδοχή δηλαδή ως μέσο επιβεβαίωσης της γυναικείας υποκειμενικότητας για άλλη μια φορά σε μια ανασκευή του κλασικού πατριαρχικού διπόλου cool girl με κιλά που όμως οι άντρες το γουστάρον για την προσωπικότητά της vs ξινισμένη χαζογκόμενα που οι άντρες θέλουν μόνο να την πηδήξουν ή ίσως ούτε καν αυτό.
Η Μουτίδου μπορεί όντως να βρίσκεται σε θέση άμυνας από τις συνεχείς πατριαρχικές αιχμές, αντί όμως να κάτσει να αποδομήσσει αυτό ακριβώς το σύστημα χρησιμοποιεί την ίδια την γλώσσα του για να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τις γυναίκες σαν αυτή. Ως η αστή που είναι μάλιστα η εντελώς προς τη λάθος κατεύθυνση επιχειρηματολογία της βάλλει και τους ανώνυμους, άσημους λογαριασμούς στο twitter καθώς προφανώς μόνο όποια έχει γίνει πλούσια και δίασημη μέσα από τα συστημικά ΜΜΕ έχει δικαίωμα να έχει άποψη. Η διάγνωση της μάλιστα ότι πηγή είναι η αγαμία ή, ακόμα χειρότερα όπως λεεί, οι κακογαμημένες, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι όχι μόνο δεν ξεφεύγει από την πατριαρχία αλλά πέφτει όλο και πιο βαθιά μέσα της.
Αυτό δυστυχώς συμβαίνει όταν πολλές γυναίκες εξαντλημένες από την συνεχή υποτίμηση του σώματος και ολοκληρης της ύπαρξή τους προσπαθούν να πάρουν μια ανάσα αυτοεκτίμησης καθοδηγούμενες από την ανταγωνιστικότητα προς άλλες γυναίκες σε έναν φαύλο κύκλο όπου οι μεν επιτίθενται στις δε ως το σωστό πρότυπο θηλυκότητας. Η παγίδα βρίσκεται ακριβώς ότι στην πατριαρχία καμία γυναίκα δεν νικάει επειδή είναι πανεύκολο από «cool girl» να γίνεις αγάμητο μπάζο και από γκομενάρα να μετατραπείς σε χαζογκόμενα με τρόπο που όλες τελικά οι γυναίκες μπορούν να κλέψουν στιγμιαία μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας απέναντι στις άλλες χάνοντας την ευρύτερη εικόνα: ότι όλες τελικά κρινόμαστε με βάση την εμφάνισή μας και με κριτήριο την αντρική αποδοχή.
Mατατζής ουρλιάζει προς αντεξουσιαστές «ελάτε αν είστε άντρες εδώ κοντα, σώμα με σώμα ρε π@@τ@νες, μην κρύβεστε».
Αν αγνοήσουμε την τεράστια ειρωνεία, δλδ ότι ένας πάνοπλος άντρας με όλο τον εξοπλισμό και την ασυλία που του δίνει το Κράτος να ασκεί βία ατιμώρητος μιλάει για μάχη «σώμα με σώμα» λες και θα ήταν ισότιμη, αυτό που ουσιαστικά βλέπουμε είναι η απέκδυση των συγκρούσεων από κάθε πολιτική ιδεολογία και η προσπάθεια αντικατάστασης της από την πατριαρχική ιδεολογία: τις αξίες τις αρρενωπότητας, της σωματικής δύναμης, της «ανδρείας».
Η απο-πολιτικοποιηση των συγκρούσεων με τις δυναμεις καταστολής είναι ακριβώς αυτό που επιθυμεί και το ίδιο το Κράτος έτσι ώστε να τις πλασάρει στους νοικοκυραίους ως απλά «μπάχαλα» κάποιων θρασύδειλών περιθωριακών που θέλουν να εκτονώσουν την ματσίλα τους. Δεν ξέρω αν ο συγκεκριμένος ματατζής φαντασιωνόταν τον Έκτορα να βγει από τις πύλες της Τροίας και να του προτείνει να λύσουν με μια μονομαχία απαξ και δια παντός τον πόλεμο του κόσμου του αγώνα με το Κράτος, οι πατριαρχικές αριστοκρατικές ονειρώξεις που μας δίδαξαν στο σχολείο με την Ιλιάδα ανήκουν ευτυχώς σε άλλες εποχές
Στις πατριαρχικές αξίες της μάχης σωμα με σώμα ο κόσμος του αγώνα προτάσσει τη συλλογική δύναμη που βρίσκεται στους αριθμούς των καταπιεσμένων, στην οργανωμένη δύναμη του Κράτους και του Κεφαλαίου προτάσσει τον ανταρτοπόλεμο.
Και επειδη το θέμα έχει κουκουλωθεί (pun intended) επιμελώς απο τα ΜΜΕ, οι συγκρούσεις έγιναν συγκεκριμένα για τον απεργο πείνας Γ. Μιχαηλίδη που διεκδικεί την αποφυλακισή του έχοντας συμπληρώσει όλες τις τυπικές προυποθέσεις γι αυτήν.
Οι γυναίκες μιλάνε πολύ για τις σχέσεις τους -όχι μονο τις ερωτικές. Οι γυναίκες μιλάνε πολύ για τους άντρες της ζωή τους. Προσπαθούν να τους καταλάβουν, να τους δικαιολογήσουν, να μπουν στη θέση τους, να τους αναλύσουν, να εντοπίσουν κάποιο τραύμα που τους οδήγησε σε αυτή ή εκείνη τη συμπεριφορά. Όταν μιλάμε με τις φίλες μας για έναν άντρα που δε μας συμπεριφέρεται με τον καλύτερο τρόπο, είναι πολύ πιθανό κι αυτές να μπουν στη διαδικασία να τον καταλάβουν -σπάνια θα σου πουν ένα σκέτο «παράτα τον μαλάκα, μην ασχολείσαι», όπως πολύ συχνά θα μας πουν άντρες φίλοι μας. Αυτοί δεν είναι μια καθολική αλήθεια, είναι όμως μια γενική τάση.
Ακόμα και εντός του φεμινισμού παρατηρείται η τάση οι φεμινίστριες να μπαίνουν συχνά στη θέση των αντρών, να τους βλέπουν με συμπόνια και να τους λυπούνται για τη θέση (την ανώτερα ιεραρχικά θέση οφείλω να πω) στην οποία τους βάζει η πατριαρχία. Συχνά μάλιστα φτάνουν στο συμπέρασμα ότι οι άντρες καταπιέζονται όσο και οι γυναίκες από ένα σύστημα που εντελώς συμπτωματικά θεωρεί τους άντρες ως το οικουμενικό, καθολικό υποκείμενο και τις γυναίκες ως απλά ένα συμπλήρωμα, ένα βοήθημα. Οι γυναίκες -και καλά κάνουν- συμπεριλαμβάνουν και τους άντρες στους αγώνες τους και τα προτάγματά τους (πάντα θα φροντίσουν να πουν ότι και οι άντρες βιάζονται ή κακοποιούνται) την ίδια ώρα που οι άντρες δεν τις περιλαμβάνουν στον ίδιο βαθμό στους αγώνες που τους αφορούν. Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι επειδή οι γυναίκες είναι καλύτεροι άνθρωποι από τους άντρες?
Στο άρθρο του με τίτλο «Η κατάρα της εργατικής τάξης είναι ότι νοιάζεται υπερβολικά» ο ανθρωπολόγος D. Graeber, προσπαθώντας να ερμηνεύσει γιατί οι άνθρωποι στους δρόμους δεν εξεγείρονται, παρατηρεί:
«Οι φεμινίστριες έχουν από καιρό επισημάνει ότι όσοι βρίσκονται στο κάτω μέρος κάθε άνισης κοινωνικής διευθέτησης τείνουν να σκέφτονται, και επομένως να νοιάζονται για αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή περισσότερο από ό,τι εκείνοι που βρίσκονται στην κορυφή τους σκέφτονται ή τους νοιάζονται. Οι γυναίκες παντού τείνουν να σκέφτονται και να ξέρουν περισσότερα για τις ζωές των ανδρών από ότι οι άνδρες για τις γυναίκες, όπως οι μαύροι γνωρίζουν περισσότερα για τους λευκούς, οι εργαζόμενοι για τους εργοδότες και οι φτωχοί για τους πλούσιους.
Και επειδή οι άνθρωποι είναι πλάσματα με ενσυναίσθηση, η γνώση οδηγεί στη συμπόνια. Οι πλούσιοι και ισχυροί, εν τω μεταξύ, μπορούν να συνεχίζουν να αγνοούν και να αδιαφορούν για τους από κάτω, επειδή μπορούν να το αντέξουν οικονομικά. Πολλές ψυχολογικές μελέτες το επιβεβαίωσαν πρόσφατα. Όσοι γεννιούνται από οικογένειες της εργατικής τάξης έχουν πάντα πολύ καλύτερα αποτελέσματα στα τεστ εκτίμησης των συναισθημάτων των άλλων από ό,τι οι γόνοι των πλουσίων ή των επαγγελματιών. Κατά κάποιο τρόπο δεν προκαλεί έκπληξη. Σε τελική ανάλυση, αυτό είναι που σημαίνει σε μεγάλο βαθμό το να είσαι «ισχυρός»: να μην χρειάζεται να δίνεις μεγάλη προσοχή σε αυτά που σκέφτονται και αισθάνονται οι γύρω σου. Οι ισχυροί προσλαμβάνουν άλλους για να το κάνουν αυτό για αυτούς.»
Ο Graeber εφαρμόζει αυτη τη γενική αλήθεια και στην εργατική τάξη, η οποία ισχυρίζεται ότι περισσότερο και από τη δουλειά στα εργοστάσια ασχολείται με την συναισθηματική εργασία και την φροντίδα άλλων ανθρώπων. Καλλιεργώντας την ενσυναισθησή της στη συνέχεια αντί να την μετατρέψει σε αλληλεγγύη για την κοινότητά της και το σύνολο της εργατικής τάξης την στρέφει σε γενικές και αφηρημένες ιδέες όπως «τα εγγόνια μας» και «το έθνος». Με λίγα λόγια, οι καταπιεσμένοι προσπαθώντας να συμπεριλάβουν τους πάντες στους αγώνες τους ξεχνάνε τον εαυτό τους και κάπως έτσι η συστημική καταπίεση διαιωνίζεται. Αυτό φυσικά δεν είναι ένα κάλεσμα να γίνουμε όλοι και όλες πιο εγωιστές και εγωίστριες αλλά μια υπενθύμιση ότι τα καταπιεσμένα υποκείμενα συχνά ξεχνάνε ότι είναι καταπιεσμένα από την πολλή φροντίδα για τους καταπιεστές τους.
Η επίθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εγκύων και η πορεία της υπόθεσης της Γεωργίας, ίσως ρίξει περισσότερο φως για ός@ αρνούνται να καταλάβουν γιατί ο φεμινισμός χωρίς αγώνα αντικρατικό και αντικαπιταλιστικό είναι ανώφελος. Το θέμα δεν είναι αν το Κράτος θα επιτρέπει ή θα απαγορεύει τις εκτρώσεις, το θέμα είναι ότι δε θα έπρεπε να έχει λόγο. Οι συσχετισμοί των δυνάμεων και οι ανάγκες του καπιταλισμού μπορεί να αλλάζουν από καιρό σε καιρό, ας μην επαναπαυόμαστε λοιπόν όταν το κράτος μεγαλόψυχα αποφασίζει να μας επιτρέψει τις εκτρώσεις. Κι ας μην επαναπαυόμαστε ουτε με την δήθεν επιτυχία του #Metoo όταν αυτό σκοντάφτει πάνω στη δύναμη του κεφαλαίου και την ισχύ μεγαλοεπιχειρηματιών και αρκείται σε μερικές συμβολικές θυσίες επιφανών αντρών.
Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε από το Kράτος με τον φεμινισμό εντός του καπιταλισμού είναι καμία άδεια περιόδου -κάτι που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό όταν πέρασε πριν λίγες βδομάδες στην Ισπανία. Επειδή εγώ είμαι λίγο καχύποπτη όμως δεν το βλέπω σαν φεμινιστική νίκη αλλά σαν κάτι που παραχωρεί ο καπιταλισμός ίσα ίσα για να γίνουμε πιο αποδοτικές και παραγωγικές εργαζόμενες για να υπηρετήσουμε καλύτερα τις ανάγκες του. Θα έπρεπε άλλωστε να ήταν γνωστό από τις αναρρωτικές άδειες που δικαιούμαστε έτσι κι αλλιώς πως ακόμα κι αυτές επαφίενται στην μεγαλοψυχία του εργοδότη μας και ότι κανένας ποτέ δεν πρόκοψε στην ιεραρχία παίρνοντας όλες τις άδεις που δικαιούται αφού ο χώρος εργασίας είναι ένα θέατρο όπου συνεχώς πρέπει να πλειοδοτούμε με τον χρόνο μας ακόμα και μετά το πέρασμα του 8ώρου.
Αλήθεια, προχθές η κυβέρνηση πέρασε νέα αναθεώρηση του ποινικού κώδικα όπου μαζί με την διεύρυνση του αντιτρομοκρατικού νόμου ώστε να ποινικοποιείται… ακόμα και η σκέψη πέταξε και ένα άρθρο σχετικό με το revenge porn. Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά που η κυβέρνηση πετάει για ξεκάρφωμα ένα τυράκι στις φεμινίστριες μαζί με τους πιο δυστοπικούς του νομους -κάτι τέτοιο δεν έκανε και με το νόμο Χατζηδάκη όπου πέρασε μαζί και κάτι σχετικό με την σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας? Το καλό μας το κράτος θα μας προστατέψει τάχα από την διαρροή προσωπικών φωτογραφιών -αν φυσικά έχουμε αρκετό κουράγιο και χρήματα να το κυνηγήσουμε με κίνδυνο να ξεφτιλιστούμε και να εξοντωθούμε οικονομικά- αλλά θα μας τιμωρήσει αν υποστηρίξουμε την κατάλυση του κάπως εριστικά. Ωραίο το κολπάκι για να κλείνει τα στόματα – Αν έχεις αντίρρηση στους νομους του ΜΗΠΩΣ ΑΠΛΑ ΜΙΣΕΙΣ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ?
Τα κόκαλα που πετάει το Κράτος στις φεμινίστριες αναζητώντας νέες συμμάχους του καπιταλισμού δεν θα έπρεπε να επαρκούν. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να λειτουργούν ως cautionary tale για όσες πίστεψαν ποτέ ότι η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος μπορεί να πετύχει την απελευθέρωση μας εντός του καπιταλισμού.
Θυμάστε στο σχολείο που ο μαθητής με τον καλύτερο μέσο όρο γινόταν απουσιολόγος και έπρεπε να παίρνει τα κλειδιά και το απουσιολογιο, να ανοίγει την τάξη και κάθε ώρα να παίρνει απουσίες? Ναι, what the fuck was that about? Το λέω ως κάποια που ήταν απουσιολόγος σε όλο το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Η αίσθησή μου πλέον είναι ο ρόλος του απουσιολόγου αποτελεί μια από νωρίς εξοικείωση με τις ιεραρχίες και την επίβλεψη του καπιταλισμου. Η επίβλεψη και καταγραφή των απόντων δημιουργεί ένα φουκωικό πανοπτικό όπου οι μαθητές παρουσιάζονται για να μην πάρουν απουσία. Το ότι η πράξη αυτή καταγραφής γίνεται από τους ίδιους τους μαθητές και μάλιστα ως «επιβράβευση» για τις καλές τους επιδόσεις, λες και θέλει τρομερές ικανότητες στην έκθεση ή τα μαθηματικά για να συμπληρώσεις την ημερομηνία ή τα στοιχεία των μαθητών, είναι ένα κόλπο που δημιουργεί ιεραρχίες και διασπά τους μαθητές σε «καλούς» και «κακούς», κάνοντας ευθύνη των πρώτων να συνετίζουν και να επιβλέπουν τους δεύτερους στο όνομα της νομιμοφροσύνης και της αξιοκρατίας. Η «αριστεία» έτσι συνδέεται αναπόφευκτα με μία αίσθηση εξουσίας πάνω στους άλλους -με τον ίδιο τρόπο που ο ρόλος του σημαιοφορου συνδέει την «αριστεία» με τον εθνικισμό.
Το έργο του απουσιολόγου είναι παρόμοιο με αυτόν του προϊσταμένου, του αρχιεργάτη ή τέλοσπάντων αυτού που ενώ προέρχεται από τις τάξεις των εργατών/εργαζόμενων επιβραβεύεται ηθικά -συνήθως ούτε καν οικονομικά- για να επιβλέπει τους υπόλοιπους. Δεν λέω ότι ο απουσιολόγος είναι ακριβώς ρουφιάνος, δεν είναι αυτός που εθελοντικά θα τα κάνει πλακάκια με το αφεντικό πληροφορώντας τον ποιος άργησε το πρωί ή ποιος έκανε ένα λίγο μεγαλύτερο διάλειμμα. Ο ρόλος του αποσοσιολόγου είναι περισσότερο ποσοτικοποιησμένος και τυποποιημένος, στηρίζεται σε αυτή τη διαρκή καταμέτρηση και ποσοτικοποίηση καθώς και την συνεχή επίβλεψη και πειθαρχία που διακρίνει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης.
«Μα δε θα πρέπει να περνούν τις τάξεις άτομα που έχουν χάσει πολλά μαθήματα, οι απουσίες έιναι ένα αναγκαίο κακό» θα μου πείτε. Debatable, καθώς εγώ σε κάποια τάξη όντως ξεπέρασα το όρια και δεν είχε καμία επίπτωση στις επιδόσεις μου, αλλά το θέμα είναι γιατί θα πρέπει την εργασία αυτή να την επιτελεί η καλύτερη μαθήτρια και όχι πχ ο ίδιος ο καθηγητής ή εκ περιτροπής όλοι οι μαθητές? Είναι ακριβώς γιατί αυτός που την διεκπεραιώνει θα πρέπει να μάθει να διακατέχεται από μια αίσθηση υπεροχής αλλά και καθήκοντος. Γιατί πρέπει οι μαθητές να μάθουν ότι διαχωρίζονται μεταξύ τους ακριβώς όπως αύριο μεθαύριο στον χώρο εργασίας θα μάθουν ότι η κατ’ονομα προαγωγούλα μέσα από έναν διαφορετικό τίτλο που συνοδεύεται από μια πενιχρή ή και ανύπαρκτη αυξησούλα τους καθιστά ιεραρχικά ανώτερους και άρα υπεύθυνους για τους υφισταμένους τους -ή, όπως το λέει και Το Σφάλμα «Σκύβεις για γαμημένες τρεις κι εξήντα Μπας και γίνεις προϊστάμενος για τρεις και εβδομήντα». Είναι λίγο ειρωνικό πάντως που στην περίπτωση του αποσιολογου η μοναδική επιβράβευσή σου είναι απλά περισσότερα καθήκοντα εις βάρος του δικού σου χρόνου, σαν η ικανοποίηση να είναι κατά βάση ηθική.
Δεν εννοώ φυσικά ότι οι απουσιολόγοι είναι κακοί άνθρωποι. Ο καπιταλισμός και η νεωτερικότητα άλλωστε δεν στηρίζοντι στην κακία και την μνησιακία αλλά σε τέτοιους άχαρους γραφειοκρατικούς ρόλους. Δεν ειναι τυχαίο όμως που στο γραφείο αποκαλούμε ειρωνικά «απουσιολόγο» την συνάδελφο εκείνη που έρχεται πρώτη, φεύγει τελευταία και πάντα παρατηρεί δήθεν αθώα όταν κάποιο αργήσει λίγο παραπάνω.
Τελευταία σοκάρομαι από τις αντιδράσεις όσων σοκάρονται κάθε φορά που λέω ότι δε θέλω να δουλεύω. Κάνουν σχεδόν σαν να τους προσβάλλω προσωπικά, σαν να θίγω ένα θέμα ταμπού, σαν και μόνο που ξεστομίζω τέτοιες λέξεις να ρισκάρω την επίκληση κάποιων σκοτεινών δυνάμεων. Όχι, όχι μου λένε καθησυχαστικά, δεν μισείς να δουλεύεις, μισείς τη δουλειά σου. Ίσως αν αλλάξεις επάγγελμα, εταιρία, οργανισμό, τμήμα, κλάδο, χώρα, ήπειρο να βρεις αυτό που σου ταιριάζει. Και τότε θα σου αρέσει να δουλεύεις.
Μα η δουλειά μου είναι μια χαρά, από τις καλύτερες που θα μπορούσα να βρω. Απλά μισώ να δουλεύω, επιμένω. Εκεί είναι συνήθως που με κοιτάνε με καχυποψία και κάνουν την ερώτηση ματ «και τι θα ήθελες δηλαδή, να κάθεσαι όλη μέρα?!». Κοιτάξτε, δε θα σας το κρύψω. ΝΑΙ! θα ήθελα πάρα πολύ να κάθομαι όλη μέρα -αν το «κάθομαι» σημαίνει ότι ξεκουράζομαι, κοιμάμαι τις απαραίτητες ώρες, περνάω χρόνο με τις φίλες μου και ός@ς αγαπώ, διαβάζω, γράφω, κοινωνικοποιούμαι, πολιτικοποιούμαι. Και λυπάμα όσους μου κάνουν αυτή την ερώτηση που δεν έχουν καλύτερα πάγματα στη ζωή τους να κανουν.
Τίποτα από αυτά δεν τους συγκινεί όμως. Η δουλειά γι αυτούς είναι κάτι καλό, κάτι που σε ολοκληρώνει, κάτι που σε καταξιώνει, κάτι που πρέπει να κάνεις για το κοινό καλό και όποιος δεν αγαπά τη δουλειά είναι ηθικά ύποπτος. Η οκνηρία άλλωστε συγκαταλέγεται στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα το οποίο ομολογώ αποτελεί τεραστία νίκη του λόμπυ των αφεντικών τα οποία συνήθως είναι και αυτοί που δουλεύουν λιγότερο από όλους καθώς έχουν άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό τους.
Η δουλειά στον καπιταλισμό θεωρείται ως κάτι εγγενώς καλό ή στην χειρότερη ως αναγκαίο κακό προς την επίτευξη της συλλογικής ευημερίας. Η ειρωνεία είναι πως μεγάλο ποσοστό των θέσεων εργασίας δεν έχουν καμία σχέση με το κοινό καλό αλλά απλά με τα κέρδη των εταιριών, τον μεταξύ τους ανταγωνισμό γιατι το μερίδιο της αγοράς και με την συντήρηση του συστήματος. Πολλές θέσεις είναι αυτό που ο Graeber αποκαλεί «bullshit jobs», δηλαδή αχρείαστες δουλειές χωρίς κανένα απολύτως ουσιαστικό νόημα που μοιάζουν επινοημένες μόνο και μόνο για να μας κρατάνε απασχολημένες. Αλλά για κάποιο λόγο θεωρείται καλύτερο για την κοινωνία να έχεις μια από αυτές τις ηλίθιες δουλειές από το να μην έχεις καθόλου.
Είναι θλιβερό να βλέπεις όμως ακόμα και αντικαπιταλιστές να προσυπογραφουν την εργασιακή ηθική λες και αυτή χτίζει χαρακτήρα. Ένας φίλος μου κομμουνιστής που σέβομαι ιδιαιτέρως για τους αγώνες του με ρώτησε πέρσι που δε δούλευα και περνούσα κυριολεκτικά τη καλύτερη χρονιά της ζωή μου «μα δε φοβάσαι ότι θα πάθεις κατάθλιψη?!», αγνοώντας μάλλον τα τεράστια ποσοστά της κατάθλιψης που οφείλονται στο στρες ή την απαξίωση εντός του χώρου εργασίας. Πίσω από αυτή την ερώτηση όμως ελλόχευε και μια ηθική κρίση, ίσως και ένας φθόνος (ένα «ressentiment») με τρόπο που με εγκαλούσε να νιώσω τύψεις που μπορώ να επιβιώνω χωρίς δουλειά. Ε ορίστε λοιπόν, τώρα δουλεύω. Τώρα ξυπνάω κάθε μέρα στις 7.30, ξοδεύω μια ώρα για να φτάσω στη δουλειά μου και εκεί περιμένω στωικά να περάσει το 8ώρο για να φύγω, ακόμα και όταν δεν έχω απολύτως τίποτα να κάνω, με αποτέλεσμα να φτάνω σπίτι εξαντλημένη, πεινασμένη, νυσταγμένη. Ευχαριστημένοι? Είμαι καλύτερος άνθρωπος τώρα? Ανέβηκα στην εκτίμησή σας? Οι αρχαίοι Έλληνες πάντως πίστευαν το ακριβώς αντίθετο. Δεν έτρεφαν καμία εκτίμηση για την δουλειά, πολύ περισσότερο δε τη χειρωνακτική. Ο Σωκράτης έλεγε ότι οι χειρωνακτικοί εργάτες γίνονται κακοί φίλοι και κακοί πολίτες επειδή δεν έχουν χρόνο να εκπληρώσουν τις ευθύνες της φιλίας και της ιδιότητας του πολίτη.
Αν ένα μεγάλο ποσοστό καταθλίψεων οφείλεται στην εργασία, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό προκαλείται από την ανεργία. Όχι όμως -όπως οι οπαδοι της εργασιακής ηθικής θα μας ήθελαν να πιστεύουμε- ως αποτέλεσμα της βαρεμάρας που μπορεί να προκληθεί όταν έχεις όλη τη μέρα για τον εαυτό σου αλλά εξαιτίας του άγχους των απλήρωτων λογαριασμών καθώς και της συλλογικής απαξίωσης των ανέργων ως ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΩΝ ανθρώπων. Η έννοια της επιτυχίας άλλωστε είναι υπόρητα ταυτισμένη με την έννοια της επαγγελματικής επιτυχίας.
Τόσο πολύ έχω σιχαθεί την ταύτιση μας με την δουλειά που όχι μόνο δεν ρωτάω πλέον τις νέες γνωριμίες αν και πού δουλεύουν αλλά αποφεύγω να απαντήσω όταν ρωτάνε εμένα με αποτέλεσμα κάποιοι να εικάζουν οτί είμαι ασφαλίτισσα. Η δουλειά μου όχι μόνο δε με χαρακτηρίζει αλλά νιώθω ότι με κάνει και ιδιαιτέρως βαρετή. Είναι κυριολεκτικά το λιγότερο σημαντικό, το λιγότερο ενδιαφέρον πράγμα που κάνω όλη τη βδομάδα. Όταν με ρωτάνε με τι ασχολούμαι λοιπόν προτιμώ να λέω «με τα memes και τον φεμινισμό» ή πως μιλάω για τη δουλειά μου μόνο για να γκρινιάξω.
Ίσως βέβαια να χρησιμοποιώ την αντικαπιταλιστική κριτική ως πρόφαση για να καλύψω την τεμπελιά μου, ίσως είμαι από αυτές που θα προτιμούσαν να παρασιτούν εις βάρος της κοινωνίας τρώγοντας επιδόματα χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα και υιοθετούν κομμουνιστικές ή αναρχικές ιδέες για να εκλογικεύσουν την νωθρότητα τους. Έχετε δει όμως αναρχικ@ να οργανώνουν πάρτυ οικονομικής ενίσχυσης προσφέροντας εθελοντικά την εργασία τους και ώρες ατελείωτες από τη ζωή τους; Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «και ποιος θα μαζεύει τα σκουπίδια?» αν η απειλή της πείνας και των απλήρωτων λογαρισμών δεν αποτελεί το κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτές τις ‘ευτελείς’ εργασίες η απάντησή σας ίσως βρίσκεται εκεί: σε όσες κάνουν βάρδια στο μπαρ, στο κουβάλημα, στο μάζεμα σκουπιδιών χωρίς καταναγκασμούς, απλά προς όφελος της κοινότητας που έχουν συνάψει εθελοντικά. Απόδειξη ότι μπορούν να γίνουν πργματάκια χωρίς να είναι «η δουλειά μας».
Μπορεί βέβαια να είμαι όντως τεμπέλα και να προτιμούσα απλά να τρώω τα λεφτά του μπαμπά. Είναι άλλωστε γνωστό ότι βαριέμαι να διαβάσω δεύτερη φορά και να κάνω edit στα ίδια μου τα κείμενα. Ωστόσο γράφω με συνέπεια και διατηρώ σελίδα και site τα οποία ανανεώνω τακτικά εδώ και 7 χρόνια έχοντας περισσότερους followers και καλύτερο engagement ακόμα και από επαγγελματικά ηλεκτρονικά μέσα. Αν το ίδιο ακριβώς πράγμα το έκανα για κάποια εταιρία που με πλήρωνε, αυτό θα θεωρούταν δουλειά. Αλλά τώρα το κάνω ως χόμπυ και προφανώς δεν αρκεί για να ξεπλύνει από πάνω μου το στίγμα της τεμπελιάς παρόλο που βάζω την ίδια και περισσότερη ενέργεια.
Για να μη θεωρούμαι τεμπέλα θα έπρεπε ο κόπος μου να παράγει κάποιο κέρδος για κάποια εταιρία μέσα στον καπιταλισμό, θα έπρεπε κάποιος να καρπώνεται την υπεραξία της εργασίας μου και ο νεοφιλελευθερισμός να ρουφήξει από μέσα μου κάθε χαρά και αυθορθμητισμό. Εναλλακτικά θα έπρεπε να επιδείξω «επιχειρηματικό πνεύμα» και να βρω τρόπο να μετατρέψω τους followers σε υποψήφιους καταναλωτές διαφημιζόμενων προϊόντων βγάζοντας εισόδημα από τις διαφημίσεις. Από αυτή την άποψη πάντως είναι κάπως ειρωνικό που συχνά με αποκαλούν τεμπέλα στη σελίδα μου άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί εξαιτίας της σκληρής δουλειάς που έχω καταβάλει.
Τόσος πολύς κόσμος υποφέρει και μισεί τη δουλειά του, τόσος πολύς κόσμος προσδοκά τα ρεπό του για να νιώσει ο εαυτός του, τόσος πολύς κόσμος μισεί τις Κυριακές γιατί του θυμίζουν τι χάνει, τόσος πολύς κόσμος κυριολεκτικά αρρωσταίνει από το στρες, καταστρέφει τη μέση του ή και σκοτώνεται σε εργατικά ατυχήματα. Γιατί τότε υπάρχουν τόσοι πολλοί που με νουθετούν όταν επιμένω ότι δε θέλω καλύτερη δουλειά αλλά είμαι χαρούμενη μόνο όταν δεν δουλεύω? Μα επειδή αδυνατούν να αποδεχτούν ότι χαραμίζουν τη ζωή τους με αντάλλαγμα τα κόκαλα που τους πετάει ο καπιταλισμός. Γιατί έχουν πειστεί ότι αξίζει η δουλειά τους να τους απορροφά το χρόνο, την ενέργειά, την υγεία τους αν στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους μπορούν να καταναλώσουν λίγο περισσότερο. Θεωρούμε καλό deal τις 5 μέρες δουλειά για μία fancy έξοδο το Σάββατο το βράδυ ή τις 4 βδομάδες δουλειά για ένα σαββατοκύριακο σε κάποιο νησί όταν η ζωή μας θα μπορούσε να είναι έτσι ώστε να μην χρειαζόμαστε τόσο απελπισμένα «διακοπές».
Ο ελεύθερος χρόνος βέβαια είναι πολύ λιγότερος από αυτό που μας υποσχέθηκαν ήδη από το σχολείο. Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ύπνο, οκτώ ώρες διασκέδαση μας πληροφόρησαν θριαμβευτικά ότι κερδίσαμε. Όμως στο κλασικό anti-work κείμενο «η Κατάργηση της Εργασίας» ο B. Black παρατηρεί «Το μόνο «δωρεάν» (free) στον λεγόμενο ελεύθερο χρόνο είναι ότι δεν κοστίζει τίποτα στο αφεντικό. Ο ελεύθερος χρόνος αφιερώνεται κυρίως στην προετοιμασία για δουλειά, στη μετάβαση στη δουλειά, στην επιστροφή από τη δουλειά και στην ανάκαμψη από τη δουλειά. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ευφημισμός για τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο η εργασία, ως συντελεστής παραγωγής, όχι μόνο μεταφέρεται με δικά της έξοδα από και προς τον χώρο εργασίας, αλλά αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για τη δική της συντήρηση και επισκευή. Ο άνθρακας και ο χάλυβας δεν το κάνουν αυτό. Οι τόρνοι και οι γραφομηχανές δεν το κάνουν αυτό.”
Το ότι η δουλειά αποτελεί αναγκαιότητα για την επιβίωσή μας στον καπιταλισμό είναι η βασική συνθήκη του -γι αυτό άλλωστε μιλάμε για «μισθωτή σκλαβιά». Υπάρχει όμως κάτι πολύ διεστραμμένό όταν καλούμαστε να διακηρύξουμε την αγάπη μας για την σκλαβιά αυτή, να πλειοδοτήσουμε σε δουλοπρέπεια ακόμα και όταν δεν είναι μπροστά το αφεντικό μας. H προσκόλλησή μας στο glorification της δουλειάς είναι απλά slavery with extra steps.
Ο ένοπλος αγώνας είναι μία από τις μεθόδους που οι αναρχικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν, ακόμα και σαν συγκεκριμένη μειοψηφική οργάνωση, παιρνοντας τη θέση της αυτο-οργανωμένης δράσης των εκμεταλλευομενων όταν αυτή δεν υπάρχει ή αναδεικνύεται ελλειπής. Ο σκοπός αυτής της αντικατάστασης είναι φανερός: να χρησιμεύσει σαν ερέθισμα, σαν πυροκροτητής, να καταδειχθεί ότι ο αγώνας είναι δυνατός ακόμα και σε μειοψηφικές συνθήκες, να δειχτεί οτι από το μικρό στο μεγάλο το πέρασμα μπορεί να επέλθει απρόσμενα, όταν κάποιος ούτε καν το περιμένει. Η σιωπή και η αναμονή ή η κριτική και το έργο της αποτροπής με μια στάση κυνική και σκεπτικιστική δεν είναι σίγουρα αυτό που οι αναρχικοί θα πρέπει να έχουν ως σκοπό τους. Η κριτική μπορει να είναι καλή. Το να καταδειχθούν τα όρια μιας μεθόδου ει΄ναι καλό. Αλλά αυτό δεν αρνείται την ώθηση στον ενθουσιασμό, το ερέθισμα στην σύγκρουση ακόμα και άνιση. Η ευθύτητα και ξεροκεφαλιά του Δον Κιχώτη είναι προτιμότερρες από την κριτική και τη ζυγαριά του μαγαζάτορα.
Alfredo Bonnano, Θεωρία και Πρακτική της Εξέγερσης
Ένας από τους πολλούς τρόπους που εργαλειοποιείται ο φεμινισμός και η φεμινιστική γλώσσα ώστε να βολέψει το σύστημα, είναι όταν χρησιμοποιειται για να πλαισιώσει τις πράξεις αντι-βίας, όπως τις επιθέσεις ενάντια σε φασίστες και αστυνομία ή το σπάσιμο μιας τράπεζας, ώς «ματσίλα» και «τοξική αρρενωπότητα». Πολύ βολεύει τον μέσο νεοφιλελέ ισαποστάκια αυτή η ρητορική γιατί έτσι, μαζί με τις τάχα φιλειρηνικές αποψούλες του που συντηρούν το συστημα δείχνει ότι ενδιαφέρεται και για τις γυναίκες και τον φεμινισμό -είναι προοδευτικός άνθρωπος όχι κανένας συντηρητικούλης. Ταυτόχρονα από-ιδεολογικοποιει αυτό το καθαρά πολιτικό είδος βίας, αφαιρώντας του κάθε πολιτικό και ταξικό πρόσημο, παρουσιάζοντας το σαν κάτι ανεγκέφαλους μπάχαλους που τάχα δεν έχουν καλύτερη δουλειά να κάνουν πέρα από το να πετάνε πέτρες για να ξεκαυλώσουν.
Στην πραγματικότητα βέβαια η ματσίλα δεν έχει καμία σχέση με τη βία ενάντια στο σύστημα γιατί έχουν μια πολύ βασική διαφορά: η πρώτη στρέφεται ενάντια στον καταπιεσμένο και τον αδύναμο, η δεύτερη ενάντια στον ισχυρό και τον καταπιεστή. Το να αποκαλείς ματσίλα την βία ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο είναι σαν να ονομάζεις κακοποίηση τη βία ενάντια στον βιαστή και bullying την φεμινιστική κριτική. Τους νεοφιλελέδες και τους απολιτίκ όμως, τους οπαδούς της καμίας αλλαγής που θεωρούν το κράτος και τον καπιταλισμό φίλους μας, δεν τους ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες, ακριβώς γιατί έχουν επιλέξει να μη βλέπουν τη βία του συστήματος και θεωρούν βία μόνο ό,τι διαταράσσει το απογευματινό τους shopping και την νοικοκυραίικη ζωούλα τους. Τα παραπάνω σε καμία περιπτωση δεν σημαίνουν ότι οι δράστες της αντι-βίας ή του ένοπλου αγώνα εξαιρούνται από κάθε κατηγορία για ματσίλα και εξουσιαστικές συμπεριφορές, καθώς παραμένουν άντρες μεγαλωμένοι στην πατριαρχία, όσο κι αν έχουν αμφισβητήσει κομμάτια της κυριαρχης ιδεολογίας. Αυτό όμως θα προκύψει -αν προκύψει- από άλλες τους συμπεριφορές και όχι το σπάσιμο μιας τράπεζας ή την παλουκιά σε έναν ΜΑΤά.
Και αν δεν έχει σχέση με τη βία και την τοξική αρρενωπότητα, γιατί τότε την βία αυτή την ασκούν ως επί το πλείστον άντρες, θα αναρωτηθούν κάποι@. Γιατί δεν βλέπουμε εξίσου συχνά και γυναίκες σε περιφρουρήσεις ή μπάχαλα? Γιατί καλοί μου άνθρωποι ζούμε προφανώς σε έναν πατριαρχικό κόσμο όπου οι άντρες ανατρέφονται έτσι ώστε να εξοικειώνονται με τη βία από πολύ νωρίς με αποτέλεσμα να φαντάζει ως μια πρακτική οικεία και ταυτόχρονα μια εύλογη επιλογή γι αυτούς ενώ για τις γυναίκες όχι. Όταν το ιδιο το κράτος επιλέγει ως προστάτες του τους ένστολους άντρες στην αστυνομία και τον στρατό, είναι προφανές ότι κατά κάποιο τρόπο προκαθορίζει πως και η απάντηση θα έρχεται μόνο από άντρες. Αυτό από μόνο του δεν κάνει ΚΑΘΕ άσκηση βίας σεξιστική. Αντιθέτως, ο σεξισμός συνίσταται στην συγκρότηση της γυναικείας υποκειμενικότητας ως κατεξοχήν ειρηνικής, φιλήσυχης, παθητικής και πειθήνιας την ίδια ώρα που η αντρική συγκροτείται ως η κατεξοχήν βίαιη, επιθετική και συγκρουσιακή. Είναι ακριβώς αυτή η ασυμμετρία, ο συνδυασμός, το χάσμα μεταξύ των δύο, που συγκροτεί την πατριαρχία, με το ένα φύλο να μπορεί να γίνει βίαιο ενώ το άλλο να μην έχει τρόπους να αμυνθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του ακόμα και όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Είναι αυτή η διαφοροποίηση στην έμφυλη κοινωνικοποίηση που καθιστά γυναίκες και θηλυκότητες τόσο ευαλωτες. Η φεμινιστική θέση για την αντι-βία τότε θα ήταν μάλλον να ενθαρρυνθούν και οι γυναίκες να συμμετέχουν σε αυτή και σε κάθε μορφή αυτοάμυνας-και τολμώ να πω ότι αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται.
Η βία από μόνη της δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Αυτό εξαρτάται από το ποιος, εναντίον ποιου και με τι σκοπό την ασκεί. Είναι άλλη η συστημική βια και η βία της επιβολής στον αδύναμο και ανίσχυρο και άλλη η βία της αντίστασης, του αγώνα, της επανάστασης που είναι χρήσιμες και απελευθερωτικές. Αυτό είναι κάτι που στην πράξη αποδέχεται και ο πιο τελειωμένος φιλελές όταν εξυμνεί πχ την Επανάσταση του ’21 -εκεί καταλαβαίνει ότι η βία ήταν απαραίτητη γιατί εντελώς συμπτωματικά εκεί βλέπει την καταπίεση του (οθωμανικού) κράτους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η βία είναι πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις το πιο αποτελεσματικό μέσο, αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση. Σε όσους πάντως λένε ότι η βία και τα μπάχαλα «αποξενώνουν» τον κόσμο, θα πρότεινα να σταματήσουν να κάνουν προβολές. Υπάρχουν αυτοί που απωθούνται από το είδος αυτό της βίας γιατί ταυτίζονται με το satus quo, με την εξουσία και τον ισχυρό, γιατί βολεύονται στο σύστημα και και το χειρότερο πράγμα που μπορούν να σκεφτούν στη μίζερη, κομφορμιστική, μικροαστική ζωούλα τους είναι να τους σπάει καμία βιτρίνα. Υπάρχουν κι εκείνοι που έλκονται από αυτά και κατ’επέκταση την ιδεολογία πίσω τους γιατί βλέπουν το ελπιδοφόρο μήνυμα της αντίστασης στο θαρρος και την γενναιότητα όσων ρισκάρουν τα πάντα γιατί δε θα ήταν καλά με τον εαυτό τους αν απλά αποδέχονταν της επιβολή της εξουσίας. Εγώ, όπως είναι οφθαλμοφανές, παραμένω ουδέτερη.
Ξέρεις ότι φτάσαμε peak liberal feminism oταν αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις και τον εαυτό μας με όρους αγοράς.
Ναι, να εμπνέουμε στα κορίτσια και τις γυναίκες την αυτοπεπόιθηση, ναι να τους μάθουμε να βάζουν τους όρους τους και τα κριτήρια τους στις σχέσεις τους, αλλά όχι, να μην τους μάθουμε να αντλούν την αξία τους και την αυτοεκτίμησή τους από τα ακαδημαικά τους προσόντα, το καλλιτεχνικό τους ταλέντο, τις ‘ηγετικές ικανότητές’ τους και όλους τους τρόπους που μας αξιολογεί η αγορά. Οι σχέσεις δεν είναι ανταλλαγή προσόντων και συγκρίσεις βιογραφικών και κανένα δεν είναι καλύτερο άτομο επειδή μιλάει 3 γλώσσες, ξέρει πιάνο, έχει καλούς βαθμούς ή μια fancy δουλειά. Ναι, οι γυναίκες πρέπει να ξέρουν οτι αξίζουν κι αυτές, αλλά όχι μόνο όταν εκπληρώνουν καπιταλιστικά κριτήρια παραγωγικότητας και απασχολησιμότητας και τσεκάρουν κουτάκια για χόμπυ (για τα οποία έχει θέση άλλωστε και το βιογραφικό μας). Ναι, οι σπουδές και η δουλειά θα δώσουν στις γυναίκες την οικονομική ανεξαρτησία που τους στέρησε παραδοσιακά η πατριαρχία αλλά ας μην τους δώσουν και κομπλεξ ανωτερότητας.
Κάπου λίγο έλεος με το φιλελέ φεμινισμό που ανυψώνει τις γυναίκες αφεντικά και με το empowerment μέσω καπιταλιστικών ιεραρχιών -και που στην ουσία λέει ότι οι γυναίκες που δεν έχουν τα προνόμια να συμμετέχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και να πάνε φροντιστήρια δεν αξίζουν και πολλά στην κλίμακα του φεμινισμού οποτε θα πρέπει να συμβιβαστούν με όποιον τις ζητάει σε ραντεβού.
Μτφ εικονας:
Η κόρη μου μου είπε ότι ένα αγόρι της ζήτησε να βγουν στο σχολείο
Εγώ: τι του είπες?
8χρονη: του είπα ότι μιλάω 3 γλώσσες και ήμουν η πρωταγωνίστρια στο θεατρικό της κατασκήνωσής μας. Τι έχει αυτός να προσφέρει?
Εγκαταλείψτε την ιδέα ότι υπάρχει αξιοκρατία στον καπιταλισμό. Ή ίδια η έννοια είναι παραπλανητική. H ιδέα του «άξιου» όπως και του «άριστου» είναι προσδιορισμένες από την ίδια την κυρίαρχη τάξη. Δεν είναι δηλαδή μόνο οι γνωριμίες των «άριστων» μεταξύ τους, τα ρουσφέτια, τα βύσματα -ή το “networking” όπως λέγονται όταν θέλουν να ακουστεί κι αυτό ως ένα προσόν. Είναι και πως δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες να χτίσουν αυτό το βιογραφικό, να αποκτήσουν τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα των «αριστων»
Η «αξία» της αξιοκρατίας είναι κι αυτή ένα προνόμιο, δεν είναι παρά μια σειρά σημείων που σηματοδοτεί την ταξική θέση ενός ατόμου. Ένα προνόμιο στο οποίο έχουν πρόσβαση αυτ@ που μπορούν να πληρώσουν πανάκριβα πανεπιστήμια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Αλήθεια έχετε ιδέα για όλη αυτή τη χαοτική γραφειοκρατία που απαιτείται για να καταθέσεις ακόμα και μια αιτησούλα για τα καλοκαιρινά μαθήματα σε ένα από αυτά τα πασίγνωστα ξένα πανεπιστήμια και πώς οι πλούσιοι πληρώνουν κάποιον να την κάνει γι αυτούς -για να μην αναφέρουμε καν τις ακαδημαικές εργασίες που αγοράζουν.
Η αριστεία αποτελεί προνόμιο αυτών που ακόμα και για να φοιτήσουν σε δημόσια πανεπιστήμια μπορούν να μείνουν εκτός αγοράς εργασίας λίγο παραπάνω με την στήριξη των γονιών τους ώστε να αφιερωθούν στις σπουδές τους χωρίς να επείγει να πληρώσουν το νοίκι ή τους λογαριασμούς. Είναι μια πολυτέλεια όσων εμπλούτισαν το βιογραφικό τους με μη αμειβόμενες θέσεις εργασίας («internships») που απλά σηματοδοτούν στους εργοδότες το ταξικό τους προνόμιο να μπορούν για μήνες να συντηρούν τον εαυτό τους χωρίς μισθό. Η «αξία» των άριστων είναι ένα προνόμιο ακόμα και όσων μεγάλωσαν σε μια οικογένεια η μητρική γλώσσα της οποίας ήταν και η γλώσσα διδασκαλίας στο σχολείο και η τάξη της οποίας τους έδωσε ένα προβάδισμα στο σχολείο -με το λεξιλόγιο, και τους «καλούς τρόπους» μιας αστικής οικογένειας, την βιβλιοθήκη που δέσποζε στο σαλόνι τους, την καλλιτεχνική «καλλιέργεια» που τη διέκρινε με επισκέψεις σε μουσεία, θέατρα, συναυλίες (γι αυτά έχει μιλήσει ιδιαίτερα ο Μπουρντιέ στη Διάκριση»)
Οι διορισμοί γιων πολιτικών σε θέσεις πρεστίζ για τις οποίες έτσι κι αλλιώς δεν απαιτείται εδώ που τα λέμε και κανένα προσόν γιατί στην πράξη δεν κάνουν απολύτως τίποτα πέρα από το να είναι διακοσημτικοί και να διατηρούν τα προνόμια της άρχουσας τάξης δεν ειναι παρα η κορυφή του παγόβουνου. Αυτό που θα πρέπει πρώτα να καταρρίψουμε είναι ο μύθος των «ίσων ευκαιριών» που μας έχει ταΐσει ο καπιταλισμός, και η ιδέα ότι με τη σκληρή δουλειά μπορείς να γίνει κι εσύ ένας μορφωμένος μικροαστός ή μέλος της εργατικής αριστοκρατίας την ίδια ώρα που οι καπιταλιστές θα μπορούσαν να διατηρούν το κεφάλαιό τους ακόμα και χωρίς απολυτήριο Λυκείου. Ο μύθος της «αριστείας» υπάρχει απλά για να συντηρεί την ιδεολογία σύμφωνα με την οποία αξίζουν όλα αυτά τα προνόμια γιατί είναι καλύτεροι, και την ψευδαίσθηση ότι κι εσύ θα μπορούσες να φτάσεις εκεί αν απλά είχες διαβάσει λίγο περισσότερο στις πανελλήνιες.
Το κέρασμα ποτών είναι μια πονεμένη πατριαρχική ιστορία. Οι άντρες κερνάνε ποτά σε μια προσπάθεια να σηματοδοτήσουν το ρόλο του καλού κουβαλητή ώστε να προσελκύσουν γυναίκες οι οποίες αναμένετε να τους αξιολογήσουν θετικά με βάση αυτές τις πατριαρχικές αξίες. Αυτό συνήθως συνοδεύεται από ένα αίσθημα entitlement πάνω σε όσες τα δέχτηκαν οι οποίες θεωρούνται πως έχουν την υποχρέωση να τους ανταποδώσουν με όλους τους τρόπους που αυτοί φαντασιώνονται ότι αρμόζουν στη συμβολική αυτή προσφορά των 7 ευρώ.
Οι ανθρωπολόγοι όπως ο M. Mauss έχουν αναλύσει εδώ και δεκαετίες πώς το δώρο κρύβει πάντα μια άρρητη υποχρέωση ανταπόδοσης και χρησιμοποιείται είτε για να χτίσει σχέσεις αμοιβαιότητας είτε για να υποχρεώσει τους ανίσχυρους στους ισχυρούς. Αυτός που δέχτηκε το δώρο μπορεί να αρνηθεί να ανταποδώσει μόνο όμως με τίμημα να χάσει σε κύρος, «τιμή», και πρεστίζ -κάτι που εκδηλώνεται με τη συνεχή υποτίμηση και διασυρμό των γυναικών που δέχονται τα ποτά χωρίς να εκπληρώσουν σεξουαλικές χάρες για τους άντρες που τα κέρασαν. Φυσικά σε μια πατριαρχική κοινωνία είναι λογικό να κατουράμε τι θεωρεί αυτή κύρος, «τιμή» και πρεστίζ οπότε η αποδοχή ποτών μπορεί να εξελιχθεί απλά σε ένα στοίχημα που χάνουν οι εν λόγω άντρες. Αυτό γίνεται ακόμα πιο εύλογο αν αναλογιστούμε τις ταξικές ανισότητες οι οποίες μάλιστα συνήθως λειτουργούν υπέρ των ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες.
Φοβάμαι όμως -και χωρίς να σημαίνει αυτό πως είμαι λιγότερο σκληρή και άκαρδη απ’ό,τι θα περιμένατε από μένα- πως όλη αυτή η συζήτηση αφήνει απ’έξω τους άντρες αυτούς που δεν έχουν την πολυτέλεια να κεράσουν λόγω της οικονομικής τους κατάστασης αλλά η πατριαρχία καλλιεργεί την προσδοκία να το κάνουν. Το να απαντήσουμε σε αυτό με ένα «ε τότε ας μη κεράσουν δεν τους υποχρεώνει κανείς» ξεχνά όλους αυτούς τους τρόπους με τους οποίους υποκειμενοποιούμαστε στην πατριαρχία ώστε να μας δημιουργούνται αισθήματα ντροπής και ενοχών πέρα από τον έλεγχό μας ,ακόμα δηλαδή και όταν μπορούμε να επεξεργαστούμε λογικά τις συνθήκες-αυτό που ο Μπουρντιέ θα ονόμαζε habitus. Θα ήταν λίγο υποκριτικό να ισχυριστούμε πως οι άντρες έχουν πλήρη ελευθερία επιλογής την ίδια ώρα που αντιλαμβανόμαστε ότι η πατριαρχική μας ανατροφή και υποκειμενοποίηση ως γυναίκες λόγου χάρη μας εμποδίζει από το να είμαστε αγενείς με τύπους που γίνονται πιεστικοί όχι μόνο επειδή φοβόμαστε αλλά και επειδή οι ίδιες θα νιώσουμε άσχημα.
Ακόμα περισσότερο, νομίζω ότι η συζήτηση για το κέρασμα, αφήνει απ’έξω και τις γυναίκες που νιώθουν λιγότερο φροντισμένες και loved ή έστω κάπως άβολα όταν άντρες που αυτές γουστάρουν δεν τις κερνάνε, δημιουργώντας τους αμφιβολίες για το αν αυτοί ενδιαφέρονται πραγματικά και καλλιεργώντας χαμηλή αυτοεκτίμηση στις ίδιες που δεν θεωρούνται «άξιες» να κεραστούν από έναν άντρα.
Νομίζω ότι όλα αυτά είναι πτυχές που θα πρέπει να συζητάμε, κατά προτίμηση πίνοντας με τα ταξικά αδέρφια μας τα κερασμένα ποτά ενός γιάπη -όσο εγώ αναπολώ τις εποχές που τουλάχιστον μας κερνούσαν πάστες.