Ο Ορισμός της «Κάργιας» στο Πατιαρχικό Λεξικό

καργια.jpg

Καριόλα ή Κάργια (η, θηλυκό):
1α. Η τύπισσα που θα την κεράσεις ή θα της κάνεις ένα δώρο και δε θα σου κάτσει παρόλο που ξοδεύτηκες: «Την κέρασα πόσα ποτά και αυτή τα ήπιε και σηκώθηκε κι έφυγε. Καριόλα ρε φίλε, τι να πεις.» β. Η τύπισσα που δε θα θυμάται μια φορά που την κέρασες: «Την έχω κεράσει πόσες φορές την καριόλα και δε δίνει σημασία»
2α. η τύπισσα που θα σου κάτσει επειδή ξοδεύτηκες: «Ένα ποτάκι την κέρασα και μου έκατσε η καριόλα». β. η τύπισσα που θυμάται πόσες φορές την κέρασες: «Θυμάται όλες τις φορές που την έχω κεράσει η παλιοκαριόλα, στο να μου τρώει τα φράγκα είναι πρώτη.»

~Hürrthel

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s